Για έναν ορισμό του έθνους…

Το συγκεκριμένο κείμενο έχει ως αντικείμενο μελέτης την ιστορία του φαινομένου του έθνους και την πραγμάτωσή του στο ιστορικό προσκήνιο. Επίσης, γίνεται μια προσπάθεια ανάλυσης των σκοπών του και των προεκτάσεών του στην κοινωνική διοίκηση, οι οποίοι ιστορικά είναι άμεσα συνδεδεμένοι με την ανάπτυξη του εθνικισμού και την εμφάνιση-παγίωση της αστικής τάξης. Έπειτα, καθώς η έννοια του έθνους χωρίς έναν πληθυσμό που το αισθάνεται και το στηρίζει δεν μπορεί να έχει υπόσταση, γίνεται μνεία στην εθνική ταυτότητα και τους μηχανισμούς αναπαραγωγής της.

Για έναν ορισμό του έθνους…

Ο παραδοσιακός ορισμός για το έθνος, που εμφανίζεται πρώιμα στον Ηρόδοτο και φτάνει μέχρι σήμερα παραλλαγμένος, είναι αυτός που ορίζει ως έθνος ένα σύνολο ατόμων με κοινή καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία, ιστορία, ήθη κι έθιμα και διάφορα άλλα χαρακτηριστικά (εξαρτάται στο ποιος το ορίζει και σε τι στοχεύει ώστε να προσθέσει/παραλείψει επιμέρους στοιχεία). Πάνω σε αυτόν τον ορισμό βασίζουν κατά κύριο λόγο οι εθνικιστές τις ρητορείες τους, προσθέτοντας λίγο συνωμοσιολογία και μια πρέζα μεταφυσικής. Μία διαφορετική προσέγγιση επιχειρήθηκε από την γαλλική φιλελεύθερη φιλοσοφία, σύμφωνα με την οποία έθνος είναι το σύνολο των πολιτών ενός κράτους, ρίχνοντας το βάρος στην υπηκοότητα και τα αστικά δικαιώματα.

Οι δύο ορισμοί είναι διάτρητοι για διαφορετικούς λόγους έκαστος. Ξεκινώντας από τον φιλελεύθερο, μπορούμε να πούμε ότι είναι ελλιπής όσο αφορά την ερμηνεία του εθνικού φαινομένου, ή πιο σωστά του φαινομένου της πολιτιστικής πολυμορφίας και διαφορετικότητας. Επίσης, θέτει στο επίκεντρο των αξιών το αστικό έθνος- κράτος, την υπεράσπιση του έναντι των άλλων κρατών, και την τήρηση των νόμων του. Η παραδοσιακή αντίληψη για το έθνος επανήλθε ως αντίδραση στην φιλελεύθερη στα μέσα του 19ου αιώνα χοντρικά, μέσα από τον γερμανικό ρομαντικό εθνικισμό (Völkische Bewegung) από τον οποίο τροφοδοτήθηκε ιδεολογικά ο ναζισμός. Δεν παύει όμως να είναι εξίσου παραπλανητική και προϊόν της φαντασίας. Κι αυτό διότι αδυνατεί να καταγράψει ποιά είναι όλα τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που χτίζουν την εθνική συνείδηση. Η κοινή καταγωγή αίματος σαν ιδέα στεγάζεται σε ημιμαθείς και προγονόπληκτους εγκεφάλους, διότι κάθε γωνιά της γης (με εξαίρεση ίσως μόνο τις απομονωμένες φυλές πρωτόγονων) είναι μια πανσπερμία λαών, που αναμιγνύονται είτε ελεύθερα, είτε μέσα από σειρά πολέμων, κατακτήσεων, βιασμών κλπ. Όσο η ιδέα αυτή χάνει έδαφος το βάρος πέφτει στα πολιτιστικά χαρακτηριστικά, τα οποία όμως «μπασταρδεύονται» και μπολιάζονται με μεγαλύτερη ευκολία απ’ ότι αναπαράγονται οι άνθρωποι. Αν η θρησκεία είναι στοιχείο εθνικής ομοιογένειας δεν εξηγείται πως υπάρχουν έθνη με περισσότερα από ένα θρησκεύματα χωρίς να παύουν να αισθάνονται έθνος, κι από την άλλη δεν εξηγεί γιατί π.χ. οι Έλληνες δεν ανήκουν στο ίδιο έθνος με τους ομόδοξους Ρώσους. Αναλόγως ισχύει για όλα αυτά τα στοιχεία, και για παράδειγμα η γλώσσα δεν ενώνει εθνικά τους Άγγλους με τους Νεοζηλανδούς, ούτε χωρίζει τους τρίγλωσσους Ελβετούς.

Εμείς θεωρούμε το έθνος σαν μια φαντασιακή κοινότητα, ένα κενό που αντλεί το νόημα του από αυτούς που προσπαθούν να του προσδώσουν νόημα. Και για να το πούμε πιο απλά, το έθνος δεν στηρίζεται λογικά σε κάτι, έθνος είναι η θέληση των ανθρώπων να ανήκουν σε ένα έθνος, είναι μια νεφέλη, μια απάτη που στηρίζει μια μορφή εξουσίας-ετερονομίας. Η ερμηνεία αυτής της φαντασίωσης επεκτείνεται στη σφαίρα της μαζικής ψυχολογίας και όχι μόνο, αλλά το παρόν κείμενο έχει άλλου είδους στόχευση. Κλείνοντας το πρώτο μέρος, η εξήγηση που δεχόμαστε για την πολιτιστικές ομοιότητες/διαφορές μεταξύ των κοινοτήτων είναι τόσο απλή που μάλλον μοιάζει προδοτική στα μάτια ενός φασίστα. Είναι προφανές ότι ομάδες ανθρώπων που μοιράζονται κοινές συνθήκες ζωής και έχουν μια σχετική απομόνωση από τους άλλους, αναπτύσσουν κοινά πολιτιστικά χαρακτηριστικά(στην επιβίωση, την συμβίωση, την έκφραση και τον προσανατολισμό). Παρ’ όλα αυτά, η απομόνωση τους είναι ιδεατή(σαν αυτό που στην φυσική ονομάζεται ιδανική), χρησιμεύει μόνο σχηματικά στην μελέτη της εθνολογίας, και είναι τόσο σχετική όσο και τα ιδεολογήματα περί ανάδελφων εθνών και εθνικής καθαρότητας.

Αναδρομή στις ρίζες του Έθνους-Κράτους

Το έθνος ως όρος και έννοια μπορεί να χρονολογηθεί πριν από τον 18ο αιώνα στη Δυτική Ευρώπη (Μ.Βρετανία, Γαλλία, Ισπανία) όπου προέκυψε σαν αποτέλεσμα των ισχυρών πολιτιστικών και πολιτισμικών δεσμών του πληθυσμού αλλά και λόγω της συγκεντρωτικής και ομογενοποιητικής πολιτικής που άσκησαν οι άρχουσες τάξεις. Στη συνέχεια η Γαλλική Επανάσταση με τις παρακαταθήκες της, έθεσε τα θεμέλια για την ανάπτυξη της “εθνικής ταυτότητας”, η οποία δημιούργησε καινούρια βάση στη κατασκευή των εθνικών κρατών. Το πόσο ιστορικά πρόσφατα είναι τα έθνη φανερώνεται όχι μόνο από την ιδεολογική τους βάση, αλλά και από τον μαζικό χαρακτήρα ανάπτυξής τους, την συγκεντρωτική πολιτική τους εξουσία και την κοσμική της θεμελίωση. Βέβαια οι λόγοι και οι αιτίες για την ανάπτυξη των εθνικών κρατών ως μορφή Κυριαρχίας δεν είναι απόλυτα ίδιοι ούτε εμπίπτουν στην ίδια χρονική περίοδο, έχουν όμως τις ρίζες τους στην αναδιάρθρωση της εξουσίας και της καταπίεσης.

Εκεί που εμείς θέλουμε όμως να εστιάσουμε, είναι στη δημιουργία των εθνικών κρατών που προκύπτει από την εμφάνιση της ιδεολογίας και των πόθων του εθνικισμού τον 19ο και 20ο αιώνα, όταν δηλαδή αποτέλεσε θεσμική πολιτική. Η διείσδυση του κράτους σε κάθε κοινωνικό πεδίο δεν είναι ανεξάρτητη από αυτό. Η κρυστάλλωση του αισθήματος του συνανήκειν με εγκόσμια κριτήρια, η λατρεία της ιδιαιτερότητας, η εξιδανίκευση του λεγόμενου “κοινού” παρελθόντος και η πολιτικοποίηση των πολιτισμικών γνωρισμάτων αποτελούν προϊόντα της εθνικιστικής κρατικής μηχανής. Θέλουμε να θίξουμε το ζήτημα της επινόησης και κατασκευής της εθνικής συνείδησης, να αποκωδικοποιήσουμε την έννοια του “Έθνους” και να την αποδομήσουμε, καθώς αποτελεί τεχνητή και μεταφυσική έννοια, ένα νεωτεριστικό ιδεολογικό κατασκεύασμα του κράτους.

Το σύγχρονο σύστημα κρατών πρωτοεμφανίστηκε τον 17ο αιώνα και έχει ως βασικό χαρακτηριστικό το μονοπώλιο της βίας μιας άρχουσας τάξης σε συγκεκριμένα εδαφικά πεδία. Επίσης, είναι η δομή η οποία έχει το μονοπώλιο του καταναγκασμού και καταπίεσης στον πληθυσμό που ζει σε μία επικράτεια του. Εδώ πρέπει να τονιστεί, ότι κράτος και έθνος δεν είναι ταυτόσημες έννοιες αλλά συγχέονται στο εθνικό κράτος, το οποίο προέκυψε ως αποτέλεσμα της ιδεολογίας του εθνικισμού. Η εθνικιστική ιδεολογία δεν άλλαξε την μορφή οργάνωσης των κρατών, αλλά με την πολιτισμική σύλληψη του “’έθνους” εμβάθυνε και επέκτεινε το πεδίο δράσης της κυριαρχίας. Το Έθνος με βάση τα εθνικιστικά κινήματα αποτελεί τον λόγο και την γενεσιουργό αιτία για την δημιουργία ενός κράτους και αποτελεί τον φορέα που θα νομιμοποιήσει τις κινήσεις και τις πολιτικές του, ενώ ταυτόχρονα λόγω των πολιτισμικών και ηθικών του προεκτάσεων, επιφέρει και την νομιμοποίηση από πλευράς του κοινωνικού ιστού, την οποία επιτυγχάνει με την πατριωτική προπαγάνδα και πλύση εγκεφάλου.

Τα εθνικά κράτη διαφέρουν από τις μορφές κυριαρχίας των προηγούμενων αιώνων όπως οι αυτοκρατορίες, βασιλείες, φέουδα κτλ και αυτό διότι το εθνικό κράτος έχει φέρει εις πέρας την “εθνικοποίηση” των μαζών μέσα από τον συγκεντρωτισμό που ασκεί στους πληθυσμούς που εμπεριέχει και την σταδιακή τους ομογενοποίηση μέσα από την μαζική κουλτούρα. Έπειτα, εισάγει νέες έννοιες και θεσμούς που αφορούν τον καθορισμό των πληθυσμιακών ομάδων σε σχέση με άλλες και επιβάλλει ένα νέο είδος διαχείρισης και άσκησης εξουσίας στους υπηκόους του.

Η ταύτιση των πληθυσμών με το Έθνος

Μία από τις καινούριες έννοιες που εμφανίζονται, και επιβάλλονται μέσω της αφομοίωσης των μειονοτήτων, είναι έννοια της εθνικής ταυτότητας. Η έλευση της εθνικής ταυτότητας έχει τις ρίζες της στη Γαλλική Επανάσταση αλλά ουσιαστικά σφυρηλατήθηκε μέσα από τους γεωπολιτικούς πολέμους που ακολούθησαν. Επίσης, εν μέσω των πολέμων έκανε την εμφάνισή της η θεσμική διαφοροποίηση ενός πληθυσμού από τους “Άλλους”. Κατά κύριο λόγο αυτό έγινε για να δικαιολογήσει και να νομιμοποιήσει την βία και τις διακρίσεις σε βάρος ενός άλλου πληθυσμού. Σύμφωνα με την εθνική ταυτότητα, οι πληθυσμοί που ζουν στα γεωγραφικά όρια του κράτους ονομάζονται πλέον υπήκοοι του Έθνους και είναι ένας κατονομαζόμενος πληθυσμός που παρουσιάζει μια μαζική δημόσια κουλτούρα, η οποία προκύπτει από ένα συνονθύλευμα πολιτισμικών και ιστορικών χαρακτηριστικών, έχει κοινά ήθη και παραδόσεις και μέσω αυτών εκφράζει την (υποτιθέμενη) ιδιαιτερότητά του και την διαφοροποίησή του έναντι των Άλλων. Επίσης “μοιράζεται” κοινή ιστορική εδαφική επικράτεια, κοινούς μύθους όπως αυτός της κοινής καταγωγής και κοινές ιστορικές μνήμες, λειτουργεί μέσα στα πλαίσια μιας κοινής κρατικής οικονομίας και έχει υποχρεώσεις απέναντι στους νόμους του Κράτους.

Ο μέγιστος βαθμός ταύτισης του πληθυσμού με το Έθνος και την πατρίδα επιτυγχάνεται μέσω της καλλιέργειας της εθνικής συνείδησης. Η εθνική συνείδηση σε μια κοινωνία, δημιουργεί ένα είδος συνοχής και αποτρέπει φαινόμενα ενδοκοινωνικής αστάθειας ανάμεσα στις τάξεις αυτής. Επίσης διευκολύνει τις κρατικές-κυβερνητικές αποφάσεις οι οποίες προβάλλονται ως πατριωτικός αγώνας που έχει ανάγκη την εθνική ενότητα και την εθνική συσπείρωση. Ο τρόπος με τον οποίο αυτή καλλιεργείται ποικίλει, αλλά έχει και στέρεες βάσεις. Το κράτος έχει δημιουργήσει τις απαιτούμενες δομές και τα μέσα για την αναπαραγωγή της εθνικής συνείδησης. Ένας από τους κατεξοχήν φορείς για την δημιουργία της, είναι ο θεσμός της εκπαίδευσης που έρχεται πρώτος για να μεταφέρει τις αντιλήψεις και τον αξιακό κώδικα του πατριωτισμού. Έπειτα, η τεράστια δύναμη και επιρροή των μέσων ενημέρωσης και θεάματος που έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν αντιλήψεις και συνειδήσεις έρχονται για να ολοκληρώσουν την διαδικασία της πατριδολαγνείας. Η προβολή-επιβολή συγκεκριμένων συμβόλων (σημαία, ιστορικές ημερομηνίες, έθιμα, “εχθροί” της πατρίδας), η διαιώνιση αντιλήψεων περί ενός ενιαίου συνόλου και λαού με κοινή καταγωγή, είναι τα πρώτα ψήγματα που στόχο έχουν να δημιουργούν συναισθηματική έπαρση και συναισθηματικούς δεσμούς με αυτά (καθώς η λογική εδώ δεν έχει θέση). Παράλληλα, με τη διαστρέβλωση γεγονότων (κοινωνικών, ιστορικών και μη) δίνει το απαραίτητο έδαφος για να αναπτυχθούν οι απαιτούμενες αντιθέσεις και εναντιώσεις απέναντι σε όλους όσους κρίνονται κατά την Κυριαρχία επικίνδυνοι.

Οι σκοπιμότητες και τα οφέλη του κρατικού εθνισμού

Η διαχείριση μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων και η επιβολή σε αυτές, τη στιγμή που αναμεταξύ τους παρουσιάζουν διαφορές πολλών επιπέδων (ταξική-οικονομική, πολιτισμική, φυλετική, θρησκευτική κτλ) ιστορικά επέφερε μια πληθώρα κοινωνικών ασταθειών, καθώς τα αντικρουόμενα συμφέροντα των κοινοτήτων δεν διευκόλυναν την ύπαρξη συνθηκών ομαλότητας στο κράτος (Anthony D.Smith). Εδώ είναι που ο εθνικισμός και τα ιδεώδη του κατάφεραν, αν όχι να κατευνάσουν, να μειώσουν ριζικά τις αντιδράσεις των κοινωνιών απέναντι στην κρατική καταπίεση και αυτό διότι το ιδεολογικό του υπόβαθρο στην βάση του, την υπερασπίζεται, την δικαιολογεί και την θεωρεί φυσική κατάσταση. Αυτό που έχει ανάγκη και πετυχαίνει το κράτος μέσω του εθνικισμού, είναι να υπάρχει ο μέγιστος βαθμός συνοχής του πληθυσμού που εξουσιάζει και η ταύτισή του με τις προσταγές του. Αυτό δεν γίνεται λόγω ύπαρξης αντικειμενικών παραμέτρων που ορίζουν την συνοχή, αλλά επιτυγχάνεται μέσω της ταύτισης και θρησκευτικής προσήλωσης με το Έθνος και τα ιδεώδη που επιτάσσει. Όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός στον οποίο ο πληθυσμός μοιράζεται και αισθάνεται αυτά τα χαρακτηριστικά και όσο περισσότερα είναι αυτά, τόσο διευκολύνεται η διαχείρισή του από το κράτος. Έτσι, ένας πληθυσμός ο οποίος συντεταγμένα λειτουργεί εν τει ενώσει, κάτω από ένα κοινό όνομα προασπίζοντας την πατρίδα και το έθνος ουσιαστικά υπερασπίζεται το ίδιο το κράτος και την κυριαρχία.

Επομένως το εννοιολογικό περιεχόμενο της λέξης “έθνος” δεν μπορεί να αποκοπεί από την άμεση προϋπόθεσή του η οποία είναι το κράτος. Ιστορικά και κοινωνιολογικά το κράτος είναι η εξέλιξη του οργανωτικού μοντέλου επιβολής της εξουσίας που ασκούνταν από τις άρχουσες τάξεις. Το Έθνος αποτελεί μια επινόησή του, η οποία χρησιμοποιείται από πολιτισμικό πρίσμα, για να εδραιωθούν τεχνητοί διαχωρισμοί, οι οποίοι έχουν ως βάση λόγου δύο παραμέτρους, τους “αυτόχθονες” και τους ξένους. Το Έθνος είναι αυτό που δηλώνει και επιβάλλει την ένωση σε μια μοναδική πολιτιστική και πολιτική οντότητα η οποία επιτάσσει και νομιμοποιεί τις άνισες σχέσεις επιβολής ορισμένων πάνω σε άλλους. Η επιχειρηματολογία για τους διαχωρισμούς δεν έγκειται σε ορθολογιστικά κριτήρια αλλά στην διαιώνιση προκαταλήψεων, ιστορικών μύθων και μιας κουλτούρας μίσους απέναντι σε όσους κρίνονται εχθροί της πατρίδας. Επίσης, με την συνδρομή των νόμων του κράτους, προσδιορίζει ποιες πληθυσμιακές ομάδες έχουν δικαίωμα ύπαρξης στο συγκεκριμένο εδαφικό πεδίο, δικαιολογεί και υπερασπίζεται τις “θυσίες” που πρέπει να γίνουν για χάρη του Έθνους, οι οποίες έχουν πολλές φορές χαρακτήρα μαζικών απελάσεων, γενοκτονιών και εξόντωσης πληθυσμών. Έπειτα, ορίζει τα νομικά δικαιώματα για τους μη “αυτόχθονες” και τέλος μέσω του εθνικισμού επιδιώκει να υπάρχει υποταγή και αφομοίωση, αν όχι απομόνωση και εξοστρακισμός, των “διαφορετικών” από το εθνικό πρότυπο.

Ο εθνικός βούρκος σήμερα

Ένας από τους βασικούς στόχους μας είναι η αποκωδικοποίηση της ιδεολογίας που παράγει ο ελληνικός ρατσισμός, και η επίθεση στο έθνος και τους εθνικιστές. Αναγνωρίζουμε το έθνος ως μια αυτοδύναμη εξουσία, που προφανώς συναρθρώνεται με άλλες μορφές καταπίεσης (κεφάλαιο, φύλο, κλπ). Αυτό σημαίνει ότι δεν ψάχνουμε πίσω από κάθε ρατσιστικό παραλήρημα ένα γιατί (από αυτά τα ορθολογικά «γιατί» που ξέρουμε). Δεν ψάχνουμε παντού μια κρατική μεθόδευση, ή ένα λανθασμένο-παραπλανημένο σκεπτικό που οδηγεί τον θύτη, και πιο πολύ γιατί δεν το ψάχνει ο ίδιος ο θύτης. Από την άλλη, για να μην προσβάλλουμε τον ελληνικό κράτος ως προς το εθνικιστικό μένος του, η έκφραση του ρατσισμού είναι η σύνθεση των κρατικών-παρακρατικών πολιτικών σε συναγωνισμό με την ελληνική κοινωνία. Η τελευταία είναι ουσιαστικά ο βόθρος που ανέχεται/εκτρέφει/στελεχώνει τους φασίστες.

Στην παρούσα συνθήκη της κρίσης, το έδαφος για τον φασισμό σίγουρα είναι πρόσφορο. Ένα έγκλημα που ξεκίνησε σαν εθνική συμφιλίωση(1974), αργότερα αναβαθμίστηκε σε εθνική ενότητα (στους καιρούς της ανάπτυξης), και από την εποχή μετά τον Δεκέμβρη του 2008 μετατρέπεται σταθερά σε σύμπραξη για την εθνική σωτηρία ενάντια σε κάθε «Άλλο». Το ζήτημα όμως είναι ότι ο εθνικισμός/φασισμός δεν είναι παρθενογένεση, δεν δεχόμαστε ότι ο αθώος ελληνικός λαός στην απόγνωση του παραπλανήθηκε και εναπόθεσε τις ελπίδες του στην Χρυσή Αυγή. Αυτό μπορούμε να το δούμε με αρκετά ιστορικά καρέ (αντιαλβανικά πογκρόμ δεκαετίας 90’, συλλαλητήρια για την Μακεδονία, το πογκρόμ του 2004 μετά τον αγώνα Ελλάδας-Αλβανίας, κλπ). Απλά η ξενοφοβία, το εξοντωτικό μίσος, που κάποτε κατευναζόταν από μια σχετική ευημερία και γκλαμουριά, τώρα συναντά την αγανάκτηση των «προδομένων» μικρομεσαίων. Όσο κι αν η κρίση αποτελεί καταλύτη για το φασισμό, δεν αποτελεί άλλοθι για κανέναν φασίστα.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *