Αρχικά προσπαθώντας να ορίσουμε την έννοια κανονικότητα θα την προσεγγίζαμε πέρα από την γλωσσολογική της σκοπιά ως δευτερεύουσα δίνοντας έμφαση κυρίως στο κοινωνικό-ιστορικό-πολιτισμικό της πρίσμα. Η κατά καιρούς κοινωνική πραγματικότητα δημιουργεί διάφορα πλαίσια συμπεριφοράς και αντίληψης σύμφωνα με την οποία κάποια εδραιώνονται ως φυσιολογικά και αποδεκτά και κάποια παραγκωνίζονται ως αντισυμβατικά και ανάρμοστα.Επομένως η κανονικότητα εγκαθιστά συνήθως τον μαζικό τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς ως βασική κοινωνική νόρμα.
Η αναρχική θεώρηση εναντιώνεται στον ετεροκαθορισμένο τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς βασιζόμενη πάνω στην γενικότερη αντίληψη της ολοκληρωτικής αντίθεσης στο υπάρχον. Αντιλαμβανόμαστε ότι η παγίωση των κοινωνικών διαχωρισμών σε ευπρεπείς και μη (π.χ έμφυλους, εθνικούς, οικονομικούς) διαιωνίζουν την υπάρχουσα κοινωνική πραγματικότητα της ανισότητας και της καταπίεσης. Έτσι προωθείτε η νοοτροπία του αποκλεισμού των μειοψηφιών στον «κοινωνικό Καιάδα» με το ευτελές πρόσχημα της κοινωνικής ομαλότητας. Προωθώντας έτσι μια στενά τετράγωνη λογική που αποκλείει τα όνειρα, τους έρωτες, τις γεύσεις και τους πόθους που αντιβαίνουν στο σύγχρονο πολιτισμό του εμπορεύματος.
Επίσης με την εδραίωση των σύγχρονων, δύσπλαστων από περιβαλλοντικά ερεθίσματα εν κράτη κοινωνιών παρατηρείται μια προωθούμενη καθεστωτική κανονικότητα. Επεξηγώντας, κάθε μηχανισμός φροντίζει για την συντήρηση και διατήρηση του, έτσι λοιπόν τα κράτη και οι κοινωνίες τους αλληλοεξυπηρετούνται από τα επιβαλλόμενα «πρέπει» συμπεριφοράς, εμφάνισης αλλά κυρίως νοοτροπίας εργασιακής, καταναλωτικής, φιλοτομαρίστικης και προφανώς ευυπόληπτης και φιλήσυχης. Αποσκοπώντας έτσι την ομοιομορφία μιας ευρείας κοινωνικής διάστασης για την αποφυγή οποιονδήποτε ρωγμών στην βιτρίνα του καπιταλισμού τώρα, αλλά και του εκάστοτε καταπιεστικού συστήματος. Ανέκαθεν οι εξουσιαστές επιζητούσαν ομοιόμορφες μάζες με πανομοιότυπα υποκείμενα, κάτι το οποίο ωθούσε την χειραγώγηση τους σε ένα αυτοματοποιημένο στάδιο. Έτσι όταν αποτελεί κοινωνικό αυτοματισμό η κάθε μορφής διάκριση και διαχωρισμός του κανονικού από το παρεκκλίνον ερχόμαστε σε μία συνθήκη όπου κάθε τι το ανατρεπτικό εξωστρακίζεται από την ίδια την μάζα από την οποία γεννήθηκε χωρίς να χρειάζεται να γίνει εμφανής επέμβαση του ίδιου του χαλιναγωγού.
Ωστόσο όμως θέτοντας κάποιες βάσεις πάνω στην επιλογή απαλλαγής από την κοινωνική νόρμα, θα έπρεπε να αποσαφηνιστεί ότι η διαφορετικότητα ή η εκάστοτε εναλλακτικότητα δεν συνάδει απαραίτητα με την επαναστατικότητα. Δίνοντας έμφαση στην δύναμη της ατομικότητας συμπεραίνουμε ότι ακόμα και σε αμιγώς κλειστές κοινωνικές ομάδες υπάρχουν φαινόμενα διαφοροποίησης από το δεδομένο και το σύνηθες. Αυτό πηγάζει απ’ τα βιώματα, τα ερεθίσματα και την ψυχοσύνθεση του ατόμου καταλήγοντας στην συνειδητή η ασυνείδητη επιλογή απόσχισης. Διευρύνοντας το στην κοινωνική πραγματικότητα παρατηρούμε διάφορες ομάδες που αποσπώνται από το κανονικό επιλέγοντας «εναλλακτικούς» τρόπους συμπεριφοράς και αντίληψης.Αντίθετα όμως αυτό δεν σημαίνει ότι θέτουν τον εαυτό τους απέναντι στην κυριαρχία και επιλέγουν την μαχητική αντιπαράθεση με κάθε τι το καταπιεστικό. Αναφερόμαστε σε κοινωνικές ομάδες που έχουν επιλέξει συνειδητά η μη να διαφοροποιηθούν από το επιβαλλόμενο σε πολλούς τομείς (εμφάνιση, συμπεριφορά, διασκέδαση, κουλτούρα κλπ).Υπάρχει μια τεράστια λίστα εναλλακτικών κανονικοτήτων οι οποίες στην ουσία συμπυκνώνουν με διαφορετικά γνωρίσματα την απάθεια και την υποταγή στο «είναι» και διαφοροποιούνται από την επιβαλλόμενη ροή κανονικότητας στο «φαίνεσθαι».Έτσι η παρέκκλιση από το γενικό δημιουργεί ένα τεράστιο άλλοθι σε αυτούς τους κύκλους,το άλλοθι της ανατρεπτικότητας και της μαχητικής στάσης.Επανάσταση δεν είναι να ακούς διαφορετική μουσική, να ντύνεσαι διαφορετικά , να διαβάζεις ποίηση και να κράζεις Δαπίτες στον φοιτητικό σου μικρόκοσμο αλλά είναι να στοχεύεις στην καταστροφή των αξιών, των ηθών, των κανόνων και των θεσμών του σύγχρονου αστικού οικοδομήματος προτάσσοντας την αλληλεγγύη ,την αντίσταση και την αξιοπρέπεια. Ουσιαστικά δηλαδή η φαινομενική αντίθεση λειτουργεί ως βαλβίδα αποσυμπίεσης με το πρόσχημα του «εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους» ανάγοντας το σε επαναστατική διαδικασία με αποτέλεσμα μια ξεπλυμένη συνείδηση δήθεν πολιτικής αντιπαράθεσης.
Κλείνοντας η συνείδηση μας προτάσσει την εναντίωση σε ότι γεννιέται, επιβάλλεται και θεσμοθετείται από τα κράτη και τις κοινωνίες τους. Όπου ακούμε ότι αυτό είναι «σωστό» εμείς προτάσσουμε το «λάθος» και όχι σε μια σφαίρα τυφλής αντίδρασης αλλά στα πλαίσια της συνειδητής αντίθεσης στα κοινωνικά επιβαλλόμενα «πρέπει».Στεκόμαστε αλληλέγγυοι με τις κοινωνικές ομάδες που διώκονται και παραμερίζονται επειδή οι επιλογές τους συνειδητές η μη διαφέρουν ή και διαταράσσουν την εγκαθιδρυμένη ομαλότητα(εξαιρούνται ομάδες με φασιστικές και κυριαρχικές καταβολές).Δεν αποσκοπούμε μόνο στην οικονομική χειραφέτηση αλλά κυρίως σκοπεύουμε στην καταστροφή κάθε είδους νόρμας και στην αποδόμηση της έννοιας του φυσιολογικού και του ευπρεπούς.