Εδώ και αρκετό, υπό το πρίσμα της κοινωνικής στροφής (ή ανοίγματος) των αντιεξουσιαστών, έχουν ξεσπάσει συζητήσεις επί συζητήσεων σχετικά με την ιδεολογική περιχαράκωση, τις ελιτίστικες νοοτροπίες… Το πρόβλημα που εντοπίζουμε είναι ότι στο όνομα αυτής της απεύθυνσης αρκετές φορές ο λαϊκισμός βαφτίζεται διαλλακτικότητα και κάθε τι
επαναστατικό ελιτισμός.
Αρχικά, τοποθετώντας τον εαυτό μας ενάντια στο κράτος, το κεφάλαιο αλλά και τις σχέσεις εξουσίας που διέπουν το κοινωνικό σύνολο (ρατσισμό, σεξισμό, κανονικότητα κτλ.) αναγνωρίζουμε πως είμαστε μια αισχρή μειοψηφία. Δεν είμαστε όμως ούτε η πεφωτισμένη μειοψηφία, ούτε οι γαμάτοι της πόλης που πρέπει να διδάξουν τους υπόλοιπους. Η σημαντική διαφορά με τις όποιες πρωτοπορίες είναι ότι αυτές θέτουν τον εαυτό τους ως τέτοιο, ψάχνουν ακολουθητές και αυτόματα αναπαράγουν την ιεραρχία. Τέτοιες πρωτοπορίες συναντάμε συχνά στην επαναστατική ιστορία, και με κάθε ευκαιρία τις πολεμάμε. Η πιο κλασσική είναι η κομματική πρωτοπορία και ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός του Λένιν, μια
αυτόκλητη κλειστή γκρούπα που θα σώσει την εργατική τάξη, εν ονόματι της αλλά με την ίδια σε ρόλο θεατή (άντε στην καλύτερη σε ρόλο υπαλλήλου). Μία πιο μιλιταριστική εκδοχή είναι η ένοπλη πρωτοπορία, το ένοπλο κόμμα με πιο αιρετικές λενινιστικές αναφορές (π.χ. 17 Νοέμβρη). Με άλλα λόγια, όταν πράττεις στο όνομα ενός συνόλου (εργατική τάξη,
λαός) χωρίς να συμμετέχει το σύνολο παίρνεις τον ρόλο του μεσσία.
Η μειοψηφική μας δράση δεν γίνεται στο όνομα κανενός πέρα από τους εαυτούς μας και τους εκάστοτε συντρόφους μας, ασχέτως αν στοχεύει σε μια καθολική απελευθέρωση. Ο καθένας μπορεί να συμπράξει με μας, να μας κριτικάρει, να κάνει κάτι διαφορετικό το οποίο θα μας εμπνεύσει να εξελιχθούμε. Είναι σαφές ότι δεν ψάχνουμε κανένα ποίμνιο, αυτή είναι και στην ουσία η αυτοργάνωση. Εν ολίγοις πρωτοπορία δεν σε καθιστούν από μόνα τους τα μέσα σου (βίαια ή μη), ούτε το πόσο θίγει ο πολιτικός σου λόγος το κοινωνικό σύνολο.
Η διαμάχη αυτή οξύνθηκε με ορόσημο το κίνημα των πλατειών. Ένας εθνικός όχλος θίχτηκε από τον αντίστοιχο
Ισπανικό («Κάντε ησυχία μηνξυπνήσουμε τους Έλληνες»), και οι μικροαστοί έβαλαν τα καλά τους (τα λάβαρα και την
αγανάκτηση) για να καταλάβουν τις πλατείες. Δεν θέλουμε να στηλιτεύσουμε όσους πήγαν στις πλατείες για την οποιαδήποτε παρέμβαση, αλλά αυτούς που έγιναν «ένα με τον κόσμο», και ακόμα εκθειάζουν τον «Ιούνη της άμεσης δημοκρατίας». Στην καλύτερη περίπτωση, όποιος είδε τους Αγανακτισμένους σαν ελπιδοφόρο κίνημα, τοποθέτησε την ταξική-οικονομική σχέση σαν κεντρική απέναντι στις άλλες (δηλαδή αφού αντιδρούμε όλοι μαζί ενάντια στο μνημόνιο, στην άκρη ο πατριωτισμός, η ξενοφοβία, η ομοφοβία, κλπ). Βέβαια, επειδή ούτε καν ταξικά χαρακτηριστικά δεν πήρε η Πλατεία, παρά μόνο μια θολή εναντίωση στους πολιτικούς και τους πλούσιους, κυρίως τους ξένους, η παρακαταθήκη της είναι η ενίσχυση της ακροδεξιάς (Χρυσή Αυγή, ΑΝΕΛ, ΕΠΑΜ από την πάνω πλατεία), το κινηματικό άλλοθι της αριστεράς (κάτω πλατεία) και μια φαγούρα για μαζικότητα από πλευράς αρκετών αντιεξουσιαστών.
Ένα χρόνο μετά τους Αγανακτισμένους, η άνοδος της Χρυσής Αυγής έδωσε ένα επιπλέον κίνητρο στο λαϊκισμό, «να μην αφήσουμε τον κόσμο που είναι απελπισμένος στα χέρια των φασιστών». Το μούδιασμα ενός πολιτικού χώρου μπροστά στις αναπάντεχες εξελίξεις, έριξε τα προσχήματα και είδαμε πρωτοφανής κινήσεις: συμμετοχή σε διαμαρτυρίες ενάντια στους επίσημους στις παρελάσεις (η παρέλαση δεν μας πειράζει, ούτε ο στρατός, μόνο οι επίσημοι), αντιγερμανική διαδήλωση ενάντια στην έλευση της Μέρκελ (πατριωτική φιέστα όπου συνυπάρχουν ΟΥΚάδες, ακροδεξιοί και αριστεροί, αντιεξουσιαστές(?), με το συνοδευτικό μπάχαλο), και γενικά μια ξεκάθαρη αποστροφή σε καυστικά συνθήματα που κάποτε δονούσαν τις πορείες των αναρχικών, με αντίστοιχα αυξημένη ανεκτικότητα σε ελληνικές σημαίες, μάτσο φρασεολογίες, συμπόρευση με το ΕΠΑΜ…
Το δια ταύτα (σκέψεις από τον ιδεολογικό μας θρόνο)
Θα κάνουμε εδώ μια αναφορά στο αρχαιοελληνικό κόσμο, να αγγίξουμε κι εμείς τον μπάρμπα-Γιώργο που του έκοψαν τη σύνταξη (sic!). Ο ιδιώτης στην αρχαία Αθήνα, δηλαδή αυτός που δεν ασχολείται με τα πολιτικά (σε οποιαδήποτε μορφή) ήταν ο βλάκας που κανένας δεν θα λογοδοτούσε σ’ αυτόν για τα πολιτικά ζητήματα. Κι επειδή ανέκαθεν οι πλειοψηφίες παρατηρούσαν την ιστορία από τους καναπέδες τους (και τα αντίστοιχα έπιπλα του παρελθόντος), νιώθουν ανασφάλεια σε όποιον τους προτείνει να αυτενεργήσουν. Ε λοιπόν, οι οποιεσδήποτε πολιτικές μειοψηφίες (εξουσιαστικές, αντιεξουσιαστικές ή οτιδήποτε) μπορεί να είναι σύμμαχος, φίλος, μακρινός ή εχθρός ενός επαναστατικού κινήματος, και εκεί διακυβεύεται η μάχη. Οι αδιάφοροι δεν μπορούν να αποτελούν κριτήριο για τις δράσεις μας.
Η κρίση ανακάτεψε το σχετικά αδρανές μίγμα της ελληνικής ησυχίας, και ώθησε περισσότερους ανθρώπους να θέλουν να κάνουν κάτι. Δεν εξαφάνισε όμως ούτε την ανάθεση, την θέληση να βρεθεί ο μεσσίας, ούτε τον εθνικισμό, ίσα ίσα. Αν κάποιος είτε από οπτιμιστικό σκεπτικό (ο λαός είναι μαζί μας, είμαστε σε προεπαναστατική περίοδο) είτε από πεσιμιστικό (όλα πάνε κατά διαόλου, αν δεν λαϊκίσουμε θα εξαφανιστούμε) ρίχνει το βάρος στην ποσότητα και όχι στην ποιότητα, γίνεται ένας κοινός ψηφοθήρας ακόμη κι αν δεν έχει ψηφοδέλτιο.
Σίγουρα επιζητάς συντρόφους στον κοινωνικό πόλεμο, κι εμείς δεν φυτρώσαμε ούτε ήρθαμε με διαστημόπλοιο από τον πλανήτη Ουτοπία, είμαστε κομμάτι της κοινωνίας. Όταν εξωτερικεύουμε τον λόγο μας, επικαλούμαστε την κριτική του καθενός και
όχι την αγελαία του παρόρμηση λες και είμαστε κερκίδα. Επίσης δεν χρησιμοποιούμε αφορισμούς, θίγουμε θεσμούς και συμπεριφορές, τόσο όταν τις βλέπουμε σε πολιτικές ελίτ, όσο κι όταν τις βλέπουμε στην πλειοψηφία του κοινωνικού συνόλου.
One thought on “Προβοκάροντας τα δίκια του Λαού”