Γεννηθήκαμε στη μαύρη μητρόπολη
μιας κοινωνίας που μας σέρβιρε μες
στη φρουτόκρεμα στρυχνίνη.
Αναπνεύσαμε τον εναέριο καρκίνο,
καταπίνοντας υποκρισία κι αυταπάτη
νιώθοντας στο πετσί μας την μοναξιά
του αστικού ψυχιατρείου
Χορέψαμε τις θλίψεις μας σε πεζόδρομους
θρήνου και αντίδρασης
κι οταν χρειάστηκε τρέξαμε
κι οταν χρειάστηκε βγάλαμε κραυγές
πιο δυνατές κι απ’τις σειρήνες
Θυμάμαι δάκρυζα συχνά
Θυμάμαι ήμουνα ακόμη παιδί
Κι ίσως ενα κομμάτι απο εκείνο το παιδί
να’ναι θαμμένο στις νύχτες που φωνάζουμε συνθήματα
να’ναι κρυμμένο στις λέξεις που συντάσσονται
προς απομυθοποίηση ενός σιχαμερού ρεαλιστικού τοπίου
Ίσως εκείνο το παιδί να είναι η ίδια η κραυγή που
θα διαλύσει τους τοίχους και τα σίδερα
που θα διαλύσει τα γκλόπ και τα χέρια
των σηψεγκεφαλικών εξουσιαστών
Φτύνω στα άδεια μάτια τους!
Φλερτάρω με την ελευθερία!
Κι έτσι θαρρώ πως ήρθε η στιγμή, σύντροφοι
να τους καταβροχθίσουμε!
Να κόψουμε τα κεφάλια της λερναίας ύδρας
Το ένα μετα το άλλο,
γιορτάζοντας το τέλος της εχθρικής τους δυστοπίας
Μιλώ λοιπόν για εκείνη τη μαγική στιγμή
Οπού το μόνο που χρειάζεται να έχεις είναι λύσσα
Γιατί το να’χεις λύσσα είναι να έχεις ψυχή.
Φ.Σ
One thought on “Τέσσερα”