Αναδημοσίευση από το Ex-negativo
Μια ιστορία ανέκαθεν αποτύπωνε μια ανηλεή πραγματικότητα, ενα σκονισμένο αλμπουμ φωτογραφιών μιας άχρωμης ανάμνησης.Διακατέχεται απο αυτήν την ιδιαίτερη ικανότητα να αποτυπώνει μια αλήθεια ενός σκεπτικού για ενα βροντερό βίωμα.Η επιλογή μας να αναρτύσουμε αυτη την ιστορία απο ενα αραχνιασμένο ντουλάπι της τεράστιας αυτης βιβλιοθήκης που ονομάζεται ίντερνετ δεν ειναι αλλη απο την αντανάκλαση του ειδώλου μας μεσα σε αυτήν.Ενος απο τα ποικιλόμορφα είδωλα μας που δεν περιορίζεται στην σημειολογία, αλλα στην απομύζηση της ζωής σαν κάθε δευτερόλεπτο της υπαρξής μας να αποτελείται απο χιλίαδες φλογέρους οργασμούς.
Buzz
Το παρακάτω κείμενο ξεκίνησε να γράφεται με δυο σκοπούς. Πρώτον το να αναδειχτούν κάποιες ενέργειες σαμποτάζ που βρέθηκαν στο http://halastor.blogspot.com/2008/01/blog-post_14.html και είχαν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον είτε στο επίπεδο της επιλογής στόχου είτε στο επίπεδο του λόγου που τις συνόδευε. Δεύτερον το να διατυπωθούν κάποιες σκέψεις σχετικά με ζητήματα της καθημερινότητας αλλά και του σαμποτάζ που θα ήταν μάλλον αδύνατο να διατυπωθούν σε ένα θεωρητικό κείμενο. Η επιλογή των ενεργειών έγινε επίσης με κριτήριο την εξυπηρέτηση της πλοκής και δεν τηρήθηκε η χρονολογική σειρά που αυτές έλαβαν χώρα. Οι άνθρωποι που στην πραγματικότητα “κρύβονται” πίσω απ αυτές τις ενέργειες ας δείξουν την κατανόηση τους για αυτήν την ιδιότυπη “κλοπή” πνευματικών δικαιωμάτων…
Πρώτο μέρος:
Τρεις η ώρα το μεσημέρι στην Εγνατία. Ιούνης. Τον καθαρό ιδρώτα μετά το πρωινό μπάνιο έχει αντικαταστήσει το πέμπτο κύμα που τον κάνει να κολλάει. Στην πραγματικότητα η αίσθηση της βρωμιάς είχε αρχίσει από την στιγμή που μπήκε στο γεμάτο ιδρωμένους ανθρώπους λεωφορείο. Έψαχνε να ακουμπήσει τουλάχιστον σε μια κοπέλα παρά σε κάποιον άπλυτο μεσήλικα ή γέρο. Όσο να’ ναι είχε ξανανταλλάξει με ευχαρίστηση ιδρώτες με διάφορες κοπέλες…
Τα συναισθήματα που ένοιωθε τώρα όμως ήταν εντελώς διαφορετικά αυτών που ένοιωθε στο λεωφορείο. Εκεί σιχαινόταν τους ανθρώπους, συνήθως εργαζόμενους, μα μοιραζόταν μαζί τους την ίδια αγανάκτηση για τα μέσα μαζικής μεταφοράς όχι όμως με την μικροαστική έννοια όπως αυτοί. Είχε την ίδια απορία με αυτούς. Γιατί δεν βάζουν παραπάνω λεωφορεία; Όχι όμως με το ίδιο σκεπτικό. Δεν αναρωτιόταν με εκείνο το τίμιο ύφος για το πού πηγαίνουν οι φόροι του αλλά αναρωτιόταν για το πόσο λούμπεν είναι η ελληνική αστική τάξη που δεν φροντίζει οι προλετάριοι να μην εκνευρίζονται πριν καλά καλά πάνε στην δουλειά τους.
Τώρα στην Εγνατία μήνα Ιούνη και αφού κόντευε να τελειώσει και το τελευταίο οικοδομικό τετράγωνο που έπρεπε να μοιράσει διαφημιστικά φυλλάδια πόρτα-πόρτα η αγανάκτηση του είχε καθαρά ταξικό χαρακτήρα. Ένοιωθε, σε πολύ μικρότερο βαθμό βέβαια, τα συναισθήματα που νοιώθει κάποιος που έχει παίξει τζόκερ, έχει πετύχει όλους τους αριθμούς αλλά έχει ξεχάσει να πάει το δελτίο στο πρακτορείο. Ένα συναίσθημα που σε κάνει να θες να χτυπάς το πόδι σου έντονα και πολλές φορές κάτω μαζί με πιεστικό κράτημα του μετώπου, παράλληλο ελαφρύ βούρκωμα των ματιών και μια αίσθηση ανικανοποίητου. Κάτι σαν απελπισία. Αυτό το συναίσθημα πήγαζε από το γεγονός ότι για να τον πάρουν σε αυτήν την άθλια και άχαρη δουλειά για τρία ευρό την ώρα έπρεπε να δηλώσει, και ας ήταν ψέμα, ότι είχε προϋπηρεσία!
Ήταν όμως σχεδόν αδύνατο να περιορίσει το μίσος του μόνο προς τα αφεντικά του όσο έβλεπε τους συναδέλφους του να δουλεύουν με τόσο ζήλο για να μην χάσουν την δουλειά τους και γιατί πίστευαν ότι “όταν δουλεύουμε δουλεύουμε”. Ούτε μπορούσε να μην στραφεί και προς αυτό που λέμε “κοινωνία” αφού είχε στους κόλπους της κάτι αγάμητους που τον έδιωχναν βρίζοντας τον και σπρώχνοντας τον από την πολυκατοικία τους γιατί τους την λέρωνε με τα φυλλάδια και έτσι έπρεπε να πληρώνουν καθαρίστρια!
Είχε αρχίσει να πιστεύει ότι τα σχέδια του, να τελειώσει την σχολή του και να αφομοιωθεί από το σύστημα με σχετικά καλούς όρους, δεν θα πραγματοποιούταν ποτέ. Όχι επειδή το σύστημα δεν θα τον ήθελε. Το σύστημα δεν μπορεί να κάνει αλλιώς αφού έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό επιβολής πάνω στους υπηκόους του που τους έχει κάνει ανίκανους να μπορούν να το υπηρετήσουν. Οι μόνοι άνθρωποι που είναι ικανοί να το στελεχώσουν βρίσκονται κυρίως ανάμεσα σε αυτούς που το έχουν αμφισβητήσει. Η ιστορία έχει χιλιάδες τέτοια παραδείγματα. Θα μπορούσε όποτε ήθελε να πάρει μια τέτοια θέση, ήταν ένα δίλημμα που τον ταλάνιζε από τα εφηβικά του χρόνια. Με αυτά που έβλεπε όμως για ακόμα μια φορά θα τον κέρδιζε το μίσος ενάντια στο σύστημα.
Καθώς μοίραζε μηχανικά τα φυλλάδια κατεβαίνοντας έναν-έναν τους ορόφους των πολυκατοικιών και αφού υποκρινόταν – ακόμα και στον εαυτό του για να είναι πειστικός σε περίπτωση που τον καταλάβουν – ότι δεν είδε μια είσοδο ή ότι ο πιο πάνω όροφος της πολυκατοικίας δεν είναι ο έκτος όπως δείχνουν τα κουμπιά του ασανσέρ αλλά ο τέταρτος έκανε τις πιο άγριες σκέψεις. Την φαντασίωση του, σχεδόν ερωτική λόγο του προσωπικού της χαρακτήρα, να ξεκοιλιάζει το αφεντικό του διαδέχθηκε μια πιο “κινηματική”. Μέχρι να κατεβεί τους τέσσερις ορόφους είχε κάψει στην φαντασία του την μισή σκατούπολη.
Ήξερε ότι αν μοιραζόταν αυτές τις σκέψεις του με οποιονδήποτε εκτός από τους φίλους του θα τον συμβούλευε απλώς να αλλάξει δουλειά ή να κάνει υπομονή μέχρι να βρει κάτι που να τον “γεμίζει”. Παρότι δεν ένιωθε ότι έχει κάποιο κενό, ή τουλάχιστον κάποιο κενό που να μπορεί να το “γεμίσει” η οποιαδήποτε δουλειά, δεν το απέκλειε ακόμα ως μελλοντικό ενδεχόμενο. Αυτό που απέκλειε σίγουρα ήταν το να αλλάξει άμεσα δουλειά αφού ήθελε να δουλεύει λίγες ώρες και με ελαστικό ωράριο και άλλες τέτοιες δουλειές δεν υπήρχαν.
Δηλαδή υπήρχαν αλλά δεν μπορούσε να τις κάνει αυτός. Για παράδειγμα είχε δουλέψει delivery σχεδόν στα μισά μαγαζιά της πόλης και από όλα είχε φύγει μαλωμένος. Στο τελευταίο δε, που είχε δώσει ψεύτικα στοιχεία είχε πάρει και το ταμείο φεύγοντας. Πήγε την τελευταία παραγγελία και δεν επέστρεψε ποτέ με αποτέλεσμα να είναι κατά 400 ευρώ πλουσιότερος αλλά και επικηρυγμένος στον κλάδο. Δεν ήταν μόνο που το εύσωμο και με τρίχες στον σβέρκο αφεντικό του που δεν έπρεπε ποτέ να τον συναντήσει αλλά ούτε οι αλβανοί συνάδελφοί του έπρεπε. Αυτοί οι άνθρωποι αδυνατούσαν να καταλάβουν ότι είχαμε καπιταλισμό και ότι αφέντες και υποτελείς ήταν κατά κάποιον τρόπο μια οικογένεια μόνο κάποιες περιόδους του μεσαίωνα! Πραγματικά δεν μπορούσε να καταλάβει πως αυτός ο κατατρεγμένος από τα ελληνικά αφεντικά λαός ταυτίζονταν τόσο πολύ μαζί τους.
Σερβιτόρος επίσης δεν μπορούσε να δουλέψει επειδή δεν μπορούσε να βρει ισορροπία με τον δίσκο πράμα που τον έκανε να απορεί αφού ακόμα και μια φίλη του, η πιο άγαρμπη κοπέλα των αιώνων, τα κατάφερνε μια χαρά.
Είχε σκεφτεί να γίνει μπάρμαν για να πίνει τζάμπα και να βρίσκει και καμιά γκόμενα αλλά όλοι μα όλοι ήθελαν προϋπηρεσία για να τον πάρουν στην δούλεψη τους πράμα που του γεννούσε το πολύ τετριμμένο και βαρετό ερώτημα. Ήξερε πόσο βαρετό ήταν όχι μόνο να αναρωτιέται φωναχτά αλλά ακόμα και να το σκέφτεται. Όταν όμως το ζούσε κόντευε να σκάσει. Πως θα βρει κάποιος προϋπηρεσία αφού κανείς δεν σε παίρνει αν δεν την έχεις και αφού για να την βρεις πρέπει πρώτα να σε πάρει κάποιος;
Ήταν μάλλον καταδικασμένος να κάτσει σε αυτήν την δουλειά και να φαντάζεται ότι κάθε βράδυ καίει την πόλη. Ή μάλλον όχι! Θα μπορούσε τελικά να κάτσει σε αυτήν την δουλειά αλλά κάθε βράδυ να καίει την πόλη!
Χειμώνας 2005 και το Παρίσι φλέγεται από τους μετανάστες δεύτερης γενιάς. Ταραχές που δεν αφήνουν κανέναν ασυγκίνητο. Ούτε αυτόν. Πρέπει κάτι να κάνει. Πρέπει τουλάχιστον να γίνει κοινωνός αυτής της εξέγερσης. Βρίσκει ένα γαλλικό σούπερ μάρκετ με μια σχεδόν κρυμμένη πίσω είσοδο και κάνει μια βόλτα για να δει πως είναι η κίνηση τα βράδια. Νέκρα. Θα μπορούσε να το κάνει εκείνη την στιγμή αν είχε τα υλικά. Δεν είναι τόσο τρομερό τελικά όσο όταν ακούει παρόμοια περιστατικά στις ειδήσεις.
Το άλλο βράδυ με μια τσάντα γεμάτη με ένα μπετόνι βενζίνη με τέσσερα γκαζάκια κολλημένα με την βοήθεια χαρτοταινίας και τέσσερα κεράκια γενεθλίων κολλημένα πάλι με χαρτοταινία σε ύψος τέτοιο που δυο λεπτά μετά το άναμμα τους να έρθουν σε επαφή με το μπετόνι και την βενζίνη. Ήταν χειμώνας και ήταν εύκολο να τα αγοράσει χωρίς να τα ακουμπήσει αφού φορούσε γάντια. Και όταν τα συναρμολογούσε φρόντισε να φοράει γάντια. Δεν θα του ήταν καθόλου ευχάριστο να είχε η αστυνομία τα δακτυλικά του αποτυπώματα. Τα βγάζει με νευρικές κινήσεις από την τσάντα και τα αφήνει στην πίσω πόρτα του γαλλικού σούπερ μάρκετ, αμέσως μετά βγάζει τον αναπτήρα του που φρόντισε να μην είναι διαφημιστικός του Hondos Center γιατί μια αρχαία παράδοση έλεγε ότι ήταν γρουσουζιά. Όχι δεν πίστευε σε αυτά αλλά με την ελευθερία του δεν είναι καλό να παίζει κανείς. Βγάζει τον αναπτήρα λοιπόν, χαμογελάει, λέει ένα ψιθυριστό και ειρωνικό χρόνια πολλά και ανάβει τα κεράκια. Φεύγει βιαστικά και ανακουφισμένα. Μέχρι να βγει στον κεντρικό για να πάρει ταξί έχει ακούσει και τους τέσσερις κρότους. Ένα πολύ ιδιαίτερο συναίσθημα τον πλημμυρίζει. Δεν μπορεί να το προσδιορίσει. Είναι κάτι μεταξύ ανακούφισης που δεν συνελήφθη και περηφάνιας για το πλήγμα που κατάφερε. Είναι σίγουρο ότι δεν θα μπορεί να κοιμηθεί και ζητάει από το ταξί να τον πάει στο κέντρο. Σε ένα μπαρ που πήγαινε δυο χρόνια πριν. Μόνο μετά το δεύτερο ποτό θα χαλαρώσει. Όταν θα πάει σπίτι του θα κάνει τον πιο γλυκό ύπνο που είχε κάνει ως τότε.
Το πρωί θα ανοίξει τα μάτια του το ίδιο χαρούμενα και απότομα όπως όταν παιδί έφτανε επιτέλους η μέρα της ολοήμερης σχολικής εκδρομής. Έβαλε αμέσως ειδήσεις. Ήξερε ότι δεν έπρεπε αλλά ένοιωσε πραγματικά περήφανος όταν είδε ότι ήταν το τρίτο θέμα στις ειδήσεις. Ένα δέος τον έπιασε όταν το ρεπορτάζ μιλούσε για “άγνωστους δράστες” που προκάλεσαν ζημιές χιλιάδων ευρώ ενώ στην πραγματικότητα ήταν απλά Αυτός.
Παρότι η πράξη και το νόημα της ήταν ξεκάθαρα αφού ένας εμπρησμός γαλλικού στόχου κατά την διάρκεια εξέγερσης στην Γαλλία μιλάει από μόνος του, θεώρησε ότι πρέπει να γίνει ακόμα πιο σαφής τηλεφωνώντας, τηρώντας την παράδοση, στην Ελευθεροτυπία. Αγόρασε μια καινούρια τηλεκάρτα και άρχισε να ψάχνει για κάποιο απομονωμένο καρτοτηλέφωνο. Η αγωνία που ένιωθε πριν κάνει την κλίση ήταν περισσότερη και από αυτήν της προηγούμενης νύχτας. Ένοιωθε σαν τον καλλιτέχνη πριν βγει στην σκηνή. Όχι, δεν ήξερε πως νοιώθει ο καλλιτέχνης πριν βγει στην σκηνή αλλά φανταζόταν όταν το σήκωναν οι καθηγητές στο σχολείο για να πει μάθημα.
Αμηχανία. Τουουτ… τουουτ… τουου φασαρία γραφείων και ένα βιαστικό γυναικείο “παρακαλώ” στην άλλη άκρη του τηλεφώνου. Δυο δευτερόλεπτα παύση και η πιο ηλίθια, για εμπρηστή, ερώτηση ακολουθεί: “Ελευθεροτυπία εκεί;” Για να πάρει την ψυχρή απάντηση “ναι”. “Πρόκειται για την χθεσινή εμπρηστική επίθεση σε σούπερ μάρκετ γαλλικών συμφερόντων”. Η φωνή της τηλεφωνήτριας γλυκαίνει, σαν νοσοκόμα που πάει να καθησυχάσει κάποιον ασθενή που συμπάθησε, και ευγενικά του ζητάει να επαναλάβει. Η αγωνία του καλλιτέχνη έχει μετατραπεί σε αγωνία ερωτικής εξομολόγησης. Βαθιά ανάσα για να περιοριστεί το τρεμούλιασμα της φωνής. “Ο εμπρησμός” συνεχίζει λίγο πιο αποφασιστικά “χθες το βράδυ σε σούπερ μάρκετ γαλλικών συμφερόντων έγινε σε ένδειξη αλληλεγγύης…” η κοπέλα τον διακόπτει “μισό λεπτό να προλάβω” και συνεχίζει μουρμουριστά να επαναλαμβάνει περιμένοντας την επιβεβαίωση “σε ένδειξη αλληλεγγύης… ναι” άλλη μια βαθιά ανάσα “στους εξεγερμένους μετανάστες του Παρισιού” η κοπέλα επαναλαμβάνει την διαδικασία επιβεβαίωσης μέσω του μουρμουρητού της και συνεχίζει “αυτό;” “ναι, αυτό ευχαριστώ” απαντάει για να ξαναλάβει ένα ευγενικό “τίποτα”. Πάλι καλά που δεν είπε “όχι, εμείς ευχαριστούμε” σκέφτηκε. Τι θα πει “ευχαριστώ”; Δεν είχε πάρει για να παραγγείλει πίτσα. Ήταν όμως τόσο γοητευτική η αλλαγή στον τόνο της φωνή της που ήθελε να είναι ευγενικός. Ήταν πολύ εξυπηρετική. Δεν ήθελε να χάσει λέξη. Άραγε πώς να τον φανταζόταν αυτή; Διέλυσε την τηλεκάρτα και άρχισε να περπατάει σκεφτόμενος την.
Δεύτερο μέρος:
Είχαν περάσει μερικοί μήνες. Την φωνή της κοπέλας την είχε σχεδόν ξεχάσει. Η καινούρια του δουλεία δεν του άφηνε περιθώρια παρά για μια σκέψη. Μια σκέψη που επαναλαμβανόταν ρυθμικά και συνόδευε τις κινήσεις που έκανε μηχανικά βαζοβγάζοντας, για δέκα ή και έντεκα ώρες το βράδυ υπό τον ήχο λαϊκοπόπ τραγουδιών, το καλάθι με τα ποτήρια στο πλυντήριο πιάτων: “μας χρειάζονται δυο χρόνια διακοπές… ή καλύτερα να τους κάνουμε ένα γερό ντου!” που είχε ακούσει πριν μερικά χρόνια ως επίλογο σε μια ηχητική ανάλυση της τότε επικαιρότητας.
Είχε πιάσει δουλειά σε κάτι μεταξύ μπαρ και σκυλάδικου ως λαντζιέρης με καλά λεφτά αλλά ανυπόφορες συνθήκες. Δεν ήταν τόσο η εξοντωτικοί ρυθμοί της δουλειάς ούτε οι πολλές ώρες αφού έτσι κι αλλιώς αν είναι να δουλέψεις, είτε τέσσερις είτε δεκατέσσερις ώρες, η μέρα πάει εκ των πραγμάτων χαμένη και μόνο στην ιδέα. Δεν ήταν καν η τύπου εργοστασίου Φορντ μονοτονία της δουλειάς: επί έντεκα ώρες γέμιζε το πλυντήριο με ποτήρια, το έκλεινε, πατούσε το κουμπί για να ξεκινήσει, όσο έπλενε το πρώτο πλυντήριο επαναλάμβανε την ίδια διαδικασία με το δεύτερο και μόλις τελείωνε η πλύση με το πρώτο, έβαζε τα πλυμένα ποτήρια στις μπασκέτες και μετά επαναλάμβανε με τα ποτήρια του δεύτερου. Πάνω από διακόσιες φορές το βράδυ. Το πιο δύσκολο κομμάτι όμως, το οποίο έδινε και κάποιο ενδιαφέρον στην δουλειά του, ήταν να κάνει τόσο γρήγορα ώστε να μην καλυφθεί ο πάγκος από ποτήρια ώστε να έχουν οι σερβιτόροι χώρο για να ακουμπάνε τα καινούρια άπλυτα ποτήρια. Αυτός ο στόχος έπρεπε να εναρμονιστεί με τον στόχο που είχε ως συνειδητοποιημένος εργαζόμενος, να λουφάρει δηλαδή όσο πιο πολύ γίνεται. Πράμα αδύνατο!
Το χειρότερο από όλα ήταν οι άνθρωποι που δούλευαν εκεί. Άνθρωποι που μέχρι τότε πίστευε ότι δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα παρά μόνο στα δελτία ειδήσεων του Star Channel. Από τον τελευταίο πελάτη μέχρι τους σερβιτόρους και τους υπεύθυνους όλοι αντλούσαν μια ανεξήγητη αυτοπεποίθηση από μόνο το γεγονός ότι βρισκόταν σε εκείνο το μαγαζί. Ο παράξενος σε αυτό το νέο σύμπαν που άνοιγε μπρος τα μάτια του ήταν αυτός. Η αλήθεια είναι ότι αν τον γνώριζαν πραγματικά θα ξαφνιαζόταν και αυτοί το ίδιο. Για αυτούς τέτοια άτομα υπάρχουν μόνο στο αστυνομικό ρεπορτάζ του Alter.
Σε αυτήν την δουλειά οι αισθήσεις σχεδόν χάνονταν. Ήταν τέτοια η σωματική και ψυχική πίεση που στο τέλος κάθε βάρδιας έπινε τρία ουίσκι σε δεκαπέντε λεπτά και δεν ένοιωθε καν ζαλισμένος παρά μόνο άρχιζε να νοιώθει λίγο άνθρωπος. Ο οργανισμός του ρουφούσε τα τρία ποτήρια αλκοόλ όπως ένα ξερό χωράφι τραβάει τρία ποτήρια νερό.
Η φράση με τα δυο χρόνια διακοπές και το ντου είχε πραγματικά σφηνωθεί στο κεφάλι του. Την άκουγε μέσα του πιο δυνατά από το τελευταίο σουξέ του Χατζηγιάννη που έπαιζε παράλληλα. Το ρεφρέν “χέρια ψηλά…” οδηγούσε την σκέψη του σε άλλος συνειρμούς και σε άλλες φαντασιώσεις.
16.1.2006 και το πρώτο θέμα των ειδήσεων μονοπωλεί μια εικόνα. Ένας νεαρός πεσμένος στην άσφαλτο δεμένος πισθάγκωνα με χειροπέδες. Από τις συσπάσεις του προσώπου του είναι φανερό ότι είναι τραυματίας. Δίπλα του ένα όπλο και μια τσάντα. Έπεσε από τα πυρά της αστυνομίας επειδή αποφάσισε να μην προσφέρει την εργατική του δύναμη για να κερδίσει τα μέσα της συντήρησης του. Ήταν ληστής.
Αυτό όμως που έκανε την υπόθεση πραγματικά ξεχωριστή είναι ότι μαζί με τους τρεις φίλους του αποφάσισαν να υπερασπιστούν την ελευθερία τους μέχρι σχεδόν τις πιο ακραίες συνέπειες αυτής της επιλογής. Αποτέλεσμα: μια σφαίρα καρφωμένη στην κοιλιά του διώκτη τους ενώ μετά την άνιση μάχη που ακολούθησε με άλλος δυο ένστολους και ένοπλους αυστραλοπίθηκους τρεις σφαίρες βρίσκουν τον Γιάννη Δημητράκη που τα Μ.Μ.Ε δεν θα παραλείψουν να τονίσουν ότι είναι αναρχικός.
Άξιζε άραγε αυτή η επιλογή τον κόπο; Ή μήπως είναι προτιμότερο να πεθαίνει κανείς κάνοντας το ένα τρίτο της ημέρας κάτι τελείως ξένο με τον εαυτό του ανταλλάσσοντας το με ψίχουλα και σκεφτόμενος το τα άλλα δυο τρίτα της ημέρας; Στην μια περίπτωση μιλάμε για έναν βέβαιο και εθελούσιο θάνατο ενώ στην άλλη για μια άτυχη στιγμή.
Η σκέψη αυτή δεν τον άφηνε ήσυχο. Το μόνο που μπορούσε να κάνει προς το παρόν ήταν να στείλει ένα μήνυμα συμπαράστασης σε αυτόν που επέλεξε τον δεύτερο δρόμο. Να του πει ότι αυτός μπορεί να επιλέγει την “ασφάλεια” της δουλειάς αλλά ότι και παράλληλα είναι διατεθειμένος να ρισκάρει μια φυλάκιση μόνο και μόνο για να εκδηλώσει έμπρακτα την συμφωνία του για αυτήν την πράξη.
Δεν πέρασε ένας μήνας και μαζί με πέντε φίλους, ένα σφυρί και μερικές μολότοφ έκαψαν δυο αυτοκίνητα ενός σουηδού διπλωμάτη. Το μήνυμα όμως δεν κατάφερε να το στείλει. Έγινε τέτοια η ταραχή του όταν παίρνοντας τηλέφωνο στην “Ελευθεροτυπία” άκουσε την φωνή της ίδιας κοπέλας που η φωνή του δεν έβγαινε! Έκλεισε το τηλέφωνο πανικόβλητος και απογοητευμένος από τον εαυτό του. Την πράξη την είχε κάνει αλλά αυτή την φορά δεν ήταν ξεκάθαρη. Δυο διπλωματικά αμάξια σίγουρα δεν παραπέμπουν σημειολογικά στην υπόθεση που θέλησε να “συμμετάσχει”. Ήταν σαν να μην είχε γίνει.
Τρίτο μέρος:
Οι επόμενες μέρες θα περάσουν με τις φωτιές να διαδέχονται τις εκρήξεις και τανάπαλιν παίρνοντας μια μορφή άτυπου διαγωνισμού μεταξύ των εμπρηστών. Κάθε φορά που πετύχαινε μια επίθεση ήταν σαν ψυχοθεραπεία γι’ αυτόν.
Του έφερνε μια πραγματική εφορία όλο αυτό που πίστευε ότι μόνο ο συνδυασμός των θετικών επιπτώσεων όλων των ναρκωτικών μπορεί να πετύχει τα ίδια αποτελέσματα και φυσικά χωρίς χανγκ όβερ. Ένοιωθε σαν πρωτοποριακός καλλιτέχνης ή για την ακρίβεια ότι πραγμάτωνε την μητροπολιτική λαϊκή τέχνη αφού μετέτρεπε με τα υλικά του, που δεν ήταν πινέλα αλλά γκαζάκια και βενζίνη, ότι θεωρούσε ότι έπρεπε να μετατραπεί σε αυτήν την πόλη. Αυτό όμως που τον έκανε να πιστεύει ότι είναι κάτι σημαντικότερο από καλλιτέχνης ήταν ότι τα έργα του δεν μπαίναν σε μουσεία και εκθέσεις αλλά ήταν ζωντανά κομμάτια της πόλης του, ότι σε αντίθεση με τους αστούς καλλιτέχνες αυτός δεν επιθυμούσε να υπάρχει κοινό παρά όλοι να είναι συμμέτοχοι σε αυτό το εγχείρημα και ότι τα έργα του δεν ήταν ακατανόητα αφού ποτέ δεν παρέλειπε να δώσει εξηγήσεις. Μπορεί κάθε φορά που ερχόταν η ώρα να πάρει τηλέφωνο τα πόδια του να έτρεμαν όμως έμαθε με τον καιρό να ελέγχει να μην τρέμει η φωνή του. Η βαρετή διαδικασία της αναζήτησης απόμερου καρτοτηλέφωνου είχε γίνει μια περιπέτεια σκεφτόμενος ότι θα ακούσει την φωνή της. Ήθελε κάποια φορά αν μπορούσε να μην περιοριστεί μόνο στο τυπικό μέρος και να της ανοίξει συζήτηση πράμα δύσκολο δοσμένου του περιορισμένου χρόνου που είχε στην διάθεση του.
Ήταν έξι τ’ απόγευμα όταν ξεκίνησε να κάνει μια βόλτα στα προλεταριακά στενά, παράλληλα και κάθετα της πάνω πλευρά της Β. Όλγας. Του έφερναν μια μελαγχολία ιδίως αυτήν την ώρα που σουρούπωνε με αυτόν τον υγρό και μουντό καιρό. Συνήθως όταν περνούσε απ’ αυτά τα δρομάκια σκεφτόταν πως είναι να μένει κανείς σε εκείνα τα καταθλιπτικά ημιυπόγεια διαμερίσματα, προορισμένα λες και ήταν από το 1950 όπου χτίστηκαν να στεγάσουν τους μετανάστες που θα ‘φταναν σχεδόν μισό αιώνα αργότερα.
Αυτήν την φορά όμως είχε απορροφηθεί, περπατώντας, από άλλες σκέψεις. Από την σκέψη του κατά πόσο η ληστεία είναι επαναστατική πράξη και το πόσο μπορεί να θεωρείτε απαλλοτρίωση αν τα λεφτά δεν μοιράζονται σε ένα αυτοαποκαλούμενο κίνημα. Καταρχήν του φαινόταν αστείο να πηγαίνουν αναρχικοί ληστές σε στέκια και σε καταλήψεις και να τους δίνουν χαρτζιλίκι για να κάνουν μερεμέτια γιατί προφανώς οι εκφραστές αυτής της άποψης κάτι τέτοιο είχαν στο μυαλό τους όταν μιλούσαν περί μοιρασιάς και περί κινήματος. Όπως θα του φαινόταν αστείο κάποιος να ζητήσει η διαφορά των χρημάτων, από κάποια αύξηση που διεκδικήθηκε από απεργία στην οποία ενδεχομένως να ήταν αλληλέγγυος ή τα λεφτά που θα γλύτωνε απ’ το ενοίκιο κάποιος καταληψίας στον οποίο επίσης ενδεχομένως να ήταν αλληλέγγυος, να διατεθούν στο κίνημα. Ωστόσο στην πιο σοβαρή κριτική που γινόταν, δηλαδή στο κατά πόσο η ληστεία ως πράξη ανήκει στο οπλοστάσιο πρακτικών του αντισυστημικού κινήματος, στάθηκε πιο πολύ ώρα. Το βήμα του γινόταν όλο και πιο γρήγορο συνοδεύοντας τις έντονες σκέψεις που έκανε αναλογιζόμενος την έλλειψη μαρξικής παιδείας στους αντισυστημικους κύκλους. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως η πράξη ενός προλετάριου που δρα συνειδητά, έστω και μεμονωμένα, κατά του κράτους δεν γίνεται αυτόματα αποδεκτή από το αντισυστημικό κίνημα. Δεν μπορούσε με τίποτα να χωνέψει ότι η διαλεκτική ενότητα του ατομικού και του συλλογικού δεν ήταν αυτονόητη για όλους. Ότι δεν ήταν αυτονόητο ότι το ατομικό με το συλλογικό δεν αλληλοαποκλείονται αλλά αλληλοσυμπληρώνονται. Δεν μπορούσε να χωρέσει στο μυαλό του πως μια τόσο ευγενική πράξη όπως αυτή της ληστείας που συγχρόνως προκαλεί υλική ζημιά στον εχθρό και παράλληλα απαλλάσσει έναν, έστω έναν, προλετάριο από τον στυγνό εκβιασμό της μισθωτής εργασίας δεν δημιουργεί την άμεση αποδοχή της ως πράξη σε ανθρώπους οι οποίοι τοποθετούν έστω και στα λόγια τον εαυτό τους απέναντι στην αστική δικτατορία. Θεωρούσε πως ο ληστής ενσαρκώνει το αρχετυπικό του ανθρώπου του πρωτόγονου κομμουνισμού όπου το παιχνίδι, το κυνήγι, η περιπέτεια, η μάθηση, η εύρεση των μέσων της ύπαρξης δεν είχαν ακόμα διασπαστεί σε ξεχωριστές σφαίρες της καθημερινότητας και της ύπαρξης και ότι η ζωή που κάνει κατά κάποιον τρόπο αντανακλά την ζωή στην κομμουνιστική κοινωνία.
Τις σκέψεις του αυτές θα διακόψει ένα φορτηγάκι της groop 4 που του έκλεισε τον δρόμο. Ήταν ένα φορτηγάκι από αυτά που χρησιμοποιούν στις χρηματαποστολές που μόλις το είδε να παρκάρει μπροστά του δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το ειρωνικό του μειδίαμα. Ήταν αλήθεια ότι το πόση ώρα θα ήταν παρκαρισμένο εκεί και το αν θα ξανακυκλοφορούσε σύντομα, εξαρτιόταν πλέον από Αυτόν! Έπρεπε να βιαστεί να προλάβει ανοιχτά τα σούπερ μάρκετ για να προμηθευτεί τα υλικά του και άρχιζε να κατηφορίζει βιαστικά. Το πιο βαρετό απ’ όλα ήταν ότι έπρεπε να προμηθευτεί τα υλικά του από διαφορετικά σούπερ μάρκετ ώστε να μην κινήσει υποψίες.
Ενώ η πρώτη σκέψη του ήταν να αφιερώσει την πράξη του στον Γ. Δημητράκη, συνεχίζοντας τις προηγούμενες σκέψεις του άλλαξε γνώμη. Το γεγονός ότι ήταν αναρχικός δεν έπρεπε παρά να αποτελεί μόνο την αφετηρία για μια σειρά συζητήσεων και ενεργειών γύρω από το ζήτημα της ληστείας ώστε να γίνει έστω και θεωρητικά πραγματικότητα η “ευχή” του Νετσάγιεφ για την ένωση των επαναστατών με τον κόσμο των ληστών. Αυτό το πραγματικά συναρπαστικό περιβάλλον όπως έλεγε… Η αλληλεγγύη των αναρχικών δεν θα έπρεπε να λειτουργεί όπως η αλληλεγγύη των διάφορων ομάδων εναλλακτικής θρησκευτικότητας ούτε όπως αυτή κάθε είδους μαφίας. Δεν θα έπρεπε δηλαδή να έχει “κλικαδόρικα” χαρακτηριστικά αλλά να απλώνεται σε κάθε κομμάτι της κοινωνίας που προσπαθεί να πάρει την ζωή του στα χέρια του. Μια σειρά από ανθρώπους, ξεκινώντας από τους αδελφούς Παλαιοκώστα, τον Σορίν Ματέι, τον Χάρη Τεμπερεκίδη και τον Κώστα Πάσσαρη και φτάνοντας μέχρι ανθρώπους που δεν είχαν την ατυχία να γίνουν γνωστοί, ανήκαν κατά την γνώμη του σε αυτό το μέρος της κοινωνίας. Δεν μπορούσε φυσικά να βρει κανέναν καλύτερο τρόπο από τον πιο ηχηρό για να δημοσιοποιήσει αυτήν του την σκέψη.
Μετά τον βραδινό του περίπατο που για ακόμα μια φορά πότισε τα ρούχα του με το άρωμα της φωτιάς είχε έρθει η ώρα για το μεσημεριανό “δελτίο τύπου”. Έπρεπε να βιαστεί για να μην την ξαναπατήσει αφού η βάρδια των τηλεφωνητών αλλάζει στις τρεις το μεσημέρι και δεν ήθελε να ακούσει, όπως μια προηγούμενη φορά, εκείνη την αντισεξουαλική αντρική φωνή. Σηκώνει τ’ ακουστικό, πληκτρολογεί τον αριθμό που πια είχε μάθει απ’ έξω και γυρίζει πλάτη στο καντράν ώστε να έχει τον έλεγχο των περαστικών. Στα δυο χτυπήματα το σηκώνει Eκείνη και χωρίς να διστάσει την χαιρετάει με μεγάλη οικειότητα. Του ανταποδίδει με ένα φιλικά ειρωνικό τρόπο που του ‘ρχεται να μπει μέσα στο ακουστικό και να την φιλήσει. Ο τρόπος της είναι σαν δασκάλα που έχει αδυναμία στον πιο άταχτο μαθητή της και κατά βάθος της αρέσουν οι σκανδαλιές του ενώ αυτός προσπαθεί να διαβάσει το μικρό του κείμενο χωρίς να χαλάσει την ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί: “Οι σαμποτέρ του μεσονυχτίου προτιμούμε τα βανάκια της χρηματαποστολής groop 4 να πέφτουν πρώτα στα χέρια των ληστών και μετά των εμπρηστών. Με το μίσος σας να μας τρέφει και με την οργή να μας δυναμώνει προτείνουμε τους όρους της καταστροφής και της απαλλοτρίωσης ως βίωμα για την άμεση απελευθέρωση της καθημερινής μιζέριας και ρουτίνας. Εμείς οι φτωχοί, με τα πλούσια όνειρα γεμάτα φωτιά, θα τιμούμε για πάντα το λήσταρχο Χάρη Τεμπερεκίδη. Λευτεριά στον Κώστα Πάσσαρη. Λευτεριά σε όλους”. Την ρωτάει την γνώμη της και μετά από κάποια δευτερόλεπτα παύσης που του φάνηκαν τουλάχιστον λεπτό του ζητάει να συναντηθούν για να του πει από κοντά. Στο άκουσμα αυτής της αναπάντεχης πρότασης τα πόδια του κόπηκαν και τ’ αρχίδια του κρυφτήκαν στην κοιλιά του.
Τέταρτο μέρος:
Κατάλαβε πως δεν ήταν μόνο αυτός ερωτευμένος με αυτήν την Φωνή αλλά και η Φωνή ερωτευμένη με Αυτόν. Ήταν η μόνη ευκαιρία να την συναντήσει και θα το έκανε όσο επικίνδυνο και αν ήταν. Οι σαχλαμάρες των ιδεαλιστών, ότι ο έρωτας και η περιέργεια είναι οι κινητήριες δυνάμεις της ιστορίας, έμοιαζε ότι τελικά επιβεβαιώνονται. Όχι δεν πίστευε ότι Αυτός είναι τόσο σημαντικός παράγοντας στην εξέλιξη της Ιστορίας αλλά ότι είναι ένας, έστω ένας, στους τρισεκατομμύρια. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν του αρκούσε να την παρατηρεί χωρίς να μπορεί να παρεμβαίνει. Δεν του ήταν αρκετό να είναι απλά ένας παράγοντας όπως το φτερούγισμα της πεταλούδας. Προτιμούσε να είναι ένας ενεργός παράγοντας στην διαμόρφωση της.
Συναντήθηκαν σε ένα μπαρ που φαίνεται ότι εκτός από Εκείνη σύχναζαν διάφοροι μεσοαστοί από 30 μέχρι 40 ετών που είχαν κάποιο ενδιαφέρον για την τέχνη και τις εύκολες καλοπληρωμένες δουλειές. Εκείνη μια μάλλον ζωντανή μα σίγουρα κοντή κοπέλα γύρω στα τριάντα με κάποια εμφανή τάση να πειραματίζεται με την εμφάνιση της. Κάπως έτσι την φανταζόταν γι αυτό και αμέσως την αναγνώρισε. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και μ αυτήν που περίμενε κάποιον με παλιομοδίτικα ακραία εμφάνιση και αντ αυτού είδε ένα τυπικό δείγμα γόνου μεσοαστικής οικογένειας.
Την ολοφάνερη αμηχανία των πρώτων λεπτών ήρθε να διαλύσει, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, ο σερβιτόρος. Εκείνη παρήγγειλλε ένα τζιν με τόνικ ενώ Αυτός ένα ποτήρι λευκό κρασί. Ήταν σίγουρος ότι Εκείνη θα περίμενε από Αυτόν να παραγγείλει ρετσίνα, ίσως ανακατεμένη με λίγη κόλα όπως συνηθίζουν να κάνουν στους μποέμ κύκλους της Θεσσαλονίκης, αλλά αυτό δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει αφού στα 16 του χρόνια είχε κάνει ένα πολύ άσχημο μεθύσι και από τότε δεν μπορούσε ούτε να την μυρίσει. Επίσης δεν ήταν μποέμ και δεν συμπαθούσε καθόλου το ιδεώδες αυτής της ζωής. Για την ακρίβεια το βρισκε κάπως μίζερο άσχετα αν πολλές φορές από οικονομική ανάγκη το ακολουθούσε. Γεγονός ήταν ότι του άρεζε η καλή ποιότητα στο κρασί και στο φαί με την μόνη λεπτομέρεια ότι επιθυμούσε να έχει ο καθένας πρόσβαση σ αυτήν. Στην διάρκεια της νύχτας θα έπινε έξι ποτήρια, κάτι παραπάνω από ένα μπουκάλι, χωρίς ούτε καν να χάσει την άρθρωση του. Δεν του άρεζε που έπινε τόσο και θα προτιμούσε να περιορίζεται μόνο σε γιορτές και ειδικές περιστάσεις αλλά ήταν αδύνατο. Η πόλη και ότι αυτή συνεπάγεται του έκλεβαν σχεδόν όλα τα συναισθήματα και ήταν αδύνατο να τα απαλλοτριώσει χωρίς την βοήθεια ψυχοτρόπων και τα ναρκωτικά τα φοβόταν.
Η ερωτική έλξη στην ατμόσφαιρα ήταν ολοφάνερη. Αυτή ελκύονταν από την όρεξη για ζωή, την μαχητικότητα και κάποιο είδος αντικομφορμισμού που έβλεπε σ Αυτόν και προφανώς ήθελε να απομυζήσει, ενώ Αυτός στο γεγονός ότι Εκείνη αποτελούσε το μοναδικό κανάλι επικοινωνίας με αυτό που συνήθιζε να αποκαλεί με κάποιον απαξιωτικό τόνο, “κοινωνία”.
Με το αλκοόλ και την συζήτηση άρχισε να γίνεται σαφές ότι στα φοιτητικά της χρόνια είχε περάσει από τους ίδιους κύκλους μ Αυτόν και ότι γι αυτό μπορούσε να έχει μια κάποια άποψη που να αξίζει τον κόπο κανείς να σταθεί παραπάνω από τι οποιοδήποτε άλλο άτομο που νοιώθει ελεύθερο επειδή παρακολουθεί τις εξελίξεις στον ανεξάρτητο κινηματογράφο και περπατάει χωρίς παπούτσια στις διακοπές του.
Της φαινόταν πολύ αστείο για παράδειγμα το γεγονός ότι όλοι οι εμπρηστές έπαιρναν τηλέφωνο στην Ελευθεροτυπία, μια αστική αν και σχετικά προοδευτική εφημερίδα, για να μιλήσουν για τις πράξεις τους. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί καταδέχονταν ο λόγος τους να διαμεσολαβείτε από το βασικό προπαγανδιστικό μέσω και κυρίαρχο ιδεολογικό εργαλείο αυτού που υποτίθεται ότι εναντίον του πολεμάνε. Και όχι μόνο αυτό αλλά να το διεκδικούν σε τέτοιο βαθμό που πολλές φορές να καθορίζει την ένταση των χτυπημάτων αφού το μέτρο της επιτυχίας θεωρείτε ο αριθμός των στηλών που θα αφιερώσει η εφημερίδα! Συνέχισε λέγοντας του ότι αυτό που αυτοί αποκαλούσαν διάχυτο επαναστατικό αντάρτικο στις μητροπόλεις δεν ήταν παρά μια επίδειξη δύναμης απέναντι στο κράτος με κριτή την Ελευθεροτυπία. Είχε μείνει αποσβολωμένος μ αυτά που άκουγε αλλά τελικά δεν άργησε να απογοητευτεί. Η επόμενη πρόταση της θα έβαζε τα πράματα στην θέση τους αφού άρχισε να λέει τις τριμμένες δικαιολογίες περί της ματαιότητας όλου αυτού και το ανούσιο του να ρισκάρει κανείς την ελευθερία του για κάτι τέτοιο.
Ήπιε μια μεγάλη γουλιά και αφού κοίταξε επίμονα για κάποια δευτερόλεπτα το κενό προκειμένου να συγκεντρώσει την σκέψη του άρχισε να της εξηγεί το πώς βλέπει Αυτός τα πράματα. Της εξήγησε ότι ο εμπρησμός ενός στόχου, ενός υλικού στόχου, δεν είναι τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο απ την υλοποίηση της άυλης άρνησης, ότι δηλαδή είναι η πραγματική έκφραση της θεωρητικής αντίθεσης στο υπάρχον. Ότι είναι μια ανάγκη κάποιων ανθρώπων να δείξουν στην πράξη τις εχθρικές τους διαθέσεις απέναντι σ αυτήν την τάξη πραγμάτων. Ότι πέρα όμως απ την υλική διάσταση του θέματος υπάρχει και η συμβολική ή καλύτερα η μυστική με την θεολογική έννοια του όρου που δεν είναι λιγότερο σημαντική. Το ότι κάποιοι άνθρωποι αποφασίζουν να νοιώσουν μαζί την απελευθέρωση που φέρνει ο εμπρησμός, σίγουρα μεγαλύτερη απ αυτήν που μπορεί να νοιώσει κανείς περπατώντας ξιπόλητος στο κάμπινγκ, δημιουργεί δεσμούς που σπάνια συναντώνται στην αστική κοινωνία. Το ότι κάποιος αφιερώνει έναν εμπρησμό σε κάποιον φυλακισμένο, έστω και με διαμεσολαβητή την Ελευθεροτυπία δημιουργεί μια σχέση που είναι αδύνατο να εξηγηθεί. Το ότι σε μια εποχή που έχει διαλυθεί, πέρα από αυτήν που δημιουργεί το θέαμα και το εμπόρευμα, κάθε σχέση και κάθε κοινότητα μεταξύ των ανθρώπων, υπάρχει μια παγκόσμια εμπρηστική που ενώνει μυστικά, και με τις δυο έννοιες του όρου, κάποιες εκατοντάδες ανθρώπων ανά τον κόσμο και ότι αν ο τύπος βοηθάει αυτήν την ένωση το κάνει με τον τρόπο που η εκκλησία βοήθησε κατά τον μεσαίωνα τις αναβαπτιστικές ομάδες οι οποίες σήμαναν την αρχή του τέλους της στην Δύση.
Μπορεί τα επιχειρήματα του να μην ήταν ικανά να τις αλλάξουν γνώμη, ήταν όμως σίγουρα ικανά μαζί με την βοήθεια του αλκοόλ να τους οδηγήσουν σπίτι της…
Πέμπτο μέρος:
Το πρωί θα ξυπνήσει δίπλα της ενώ εκείνη ακόμα κοιμάται. Για άλλη μια φορά θα αναρωτηθεί ποιος είναι ο εφευρέτης του μύθου που θέλει τις γυναίκες ιδιαίτερα ελκυστικές όταν κοιμούνται. Πίστευε ότι το να βλέπει μια κοπέλα να βαριανασαίνει έχοντας ανοιχτό το στόμα σαν χάνος και με το σάλιο να σιγοστάζει απ το πλάι είναι ότι πιο αντιερωτικό. Ντρεπόταν να το μοιραστεί με οποιονδήποτε αλλά Αυτός θεωρούσε ότι μια γυναίκα είναι πραγματικά όμορφη μόνο όταν γαμιέται. Είτε επειδή πραγματικά ομορφαίνει είτε επειδή σ εκείνον φαινόταν έτσι.
Ήταν Κυριακή και ενώ δεν υπήρχε στην πραγματικότητα κανένας λόγος ήταν η αγαπημένη του μέρα στην εβδομάδα. Όχι απλά δεν υπήρχε κανένας λόγος να είναι η αγαπημένη του αλλά υπήρχαν δεκάδες για να είναι η πιο μισητή. Όσο ήταν μαθητής πέρα του ότι τελείωνε το παρασκευοσάββατο είχε να αντιμετωπίσει και την εξονυχιστική εξέταση των γονιών του στα μαθήματα που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είχε διαβάσει και που φυσικά ποτέ δεν είχε καταφέρει. Τώρα που είχε μεγαλώσει εκτός από το ότι την άλλη μέρα ξεκινούσε μια εβδομάδα δουλειάς είχε να αντιμετωπίσει και το χειρότερο χανγκ όβερ της έβδομάδας. Ήθελε κάθε φόρα να βρει μια καλύτερη λέξη για να χαρακτηρίσει αυτήν την απαίσια κατάσταση αλλά αδυνατούσε. Η ελληνική γλώσσα σε πείσμα του Μπαμπινιώτη είχε αποδειχτεί ανεπαρκής.
Ωστόσο αυτό που σκεφτόταν αυτή την στιγμή ήταν ότι ήθελε να πάει σπίτι του. Δεν ήθελε όταν θα ξυπνούσε να αναγκαστεί να μείνει μαζί της, όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά, επειδή το πρωί είχε ανάγκη να είναι για κάποια ώρα μόνος. Επίσης έπρεπε να προετοιμαστεί ψυχολογικά για την επόμενη μέρα που θα δούλευε στην καινούργια του δουλειά. Είχε δουλέψει πρώτη φορά εκεί δοκιμαστικά τρεις μέρες πριν. Ενώ θα έπρεπε να ήταν ικανοποιημένος που επιτέλους κατέκτησε το υψηλότερο πόστο της επισφαλούς εργασίας, την θέση του μπάρμαν και μάλιστα του πρωινού, η καφετέρια στην οποία πήγαινε να δουλέψει δεν του το επέτρεπε. Μια φοιτητική καφετέρια η οποία είχε τζίρο 800 ευρώ την μέρα με καφέ που κόστιζε μόλις δυο ευρώ. Πράμα που σήμαινε ότι έπρεπε να φτιάχνει 50 καφέδες την ώρα και να πλένει και τα ποτήρια στο χέρι. Η μόνη στιγμή που ένοιωσε να ξεκουράζεται ήταν όταν σε κάποια στιγμή είχε καταφέρει να μείνει μόλις μια παραγγελία πίσω! Και όλα αυτά για 28 ευρώ μεροκάματο! Απ την πρώτη – δοκιμαστική μέρα που είχε δουλέψει εκεί η μέση του ήταν στα όρια της διάλυσης αλλά δεν είχε άλλη επιλογή αφού τα έξοδα έτρεχαν. Στο βάρος αυτών των σκέψεων την φίλησε στο μάγουλο με προσοχή για να μην την ξυπνήσει και έφυγε βιαστικά.
Η επόμενη μέρα θα τον βρει όπως φανταζόταν. Με την καταθλιπτική αίσθηση του πρωινού κάτω απ τα παπλώματα και εκείνο το κρύο που φτάνει ως τα κόκκαλα, όχι επειδή έχει πραγματικά τόσο κρύο αλλά επειδή έτσι γίνεται όταν κάποιος ξυπνάει για να πάει στην δουλειά του. Με βαριά καρδιά θα σηκωθεί γαμοσταυρίζοντας, θα ντυθεί ενώ τα πόδια του τα νοιώθει σαν να έχουν βαρίδια και το στομάχι του σαν να έχει καταπιεί πέτρες και θα πάρει μόνος τον δρόμο για το μαρτύριο του. Στην διαδρομή, για την οποία θα παρακαλάει, δυστυχώς ανεπιτυχώς, να είναι όσο γίνεται μεγαλύτερη, θα συναντήσει έναν μικροπωλητή ο οποίος είχε ρίξει την αξιοπρέπεια του στο σημείο μηδέν παρακαλώντας έναν αποτυχημένο αστυνομικό, έναν αστυνομικό της Δημοτικής Αστυνομίας, έναν δημοτόμπατσο κατά την λαϊκή έκφραση, να του χαρίσει το πρόστιμο. Για τον πρώτο, τον μικροπωλητή ένοιωσε απλά μια απέχθεια ακούγοντας τα, συνοδευόμενα από κολακείες, παρακάλια του. Για τον δημοτόμπατσο όμως δεν ήταν σίγουρος. Δεν ήξερε αν ήταν περιφρόνηση ή μίσος αυτό που ένοιωθε.
Οι δημοτόμπατσοι όπως και τα σεκιούριτοι ήταν πραγματικά αξιολύπητοι γιατί ενώ ήθελαν να ασχοληθούν με κάτι τόσο εξευτελιστικό για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, δεν κατάφεραν παρά να παίξουν στην δεύτερη κατηγορία της απόλυτης ποταπότητας. Ήξερε ότι οι κανονικοί μπάτσοι, όσο και αν τους μισούσε, μοιράζονταν μαζί του μια πραγματικότητα που το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, στο οποίο μέρος ανήκαν και οι δημοτόμπατσοι, στην πραγματικότητα αγνοούσε. Οι κανονικοί μπάτσοι για παράδειγμα ήξεραν τι θα πει κρατητήριο, ήξεραν τι θα πει βιασμός ρωσίδας στο τμήμα, ήξεραν τι θα πει κλοτσοπατινάδα με παράνομο μετανάστη ή ασφυξία σε διαδήλωση. Οι κανονικοί μπάτσοι, όσο γελοίο και αν ήταν το κλαψούρισμα τους, ήξεραν ότι μπορεί να σκοτώσουν κάποιον ή να σκοτωθούν για να έχουν “βρέξει χιονίσει” 800 ευρώ τον μήνα. Έτσι αυτό το βλάχικο ύφος τους αποκτούσε κάποια ελαφρυντικά. Δεν μπορούσε όμως να καταλάβει από πού πήγαζε το ύφος αυτών των μπάτσων δεύτερης διαλογής που το μόνο πράμα για το οποίο ήταν ικανοί ήταν το να κόβουν κλήσεις και φυσικά δεν μπόρεσε να αποφασίσει για το αν τελικά ήταν περιφρόνηση ή μίσος αυτό που ένοιωθε γι αυτούς.
Το μόνο που ήξερε με σιγουριά ήταν η ταύτιση που ένοιωσε εκείνη την στιγμή με τους δυο προφυλακισμένους αναρχικούς, Μάριο Τσουραπά και Χρυσόστομο Κοντορεβυθάκη για μια απόπειρα εμπρησμού οχήματος της Δημοτικής Αστυνομίας. Δοσμένου ότι το κλήμα των ημερών ήταν κάπως φορτισμένο αφού πλησίαζε η 17η Νοέμβρη και τον κλεφτοπόλεμο γύρο απ τα πανεπιστήμια είχε αρχίσει να τον θεωρεί ανιαρό αποφάσισε να βάλει το δικό του λουλούδι στους καθιερωμένους εορτασμούς με έναν κάπως πιο ενδιαφέροντα τρόπο.
Έφτασε η ώρα να της τηλεφωνήσει και αυτή τη φορά είχε να αντιμετωπίσει και ένα ακόμα πρόβλημα. Την κάπως άκομψη φυγή του απ το σπίτι της λίγες μέρες πριν. Η λύση δόθηκε με κάποιο χιούμορ αφού με του που Αυτή σήκωσε το τηλέφωνο της δήλωσε ότι καταρχήν αναλαμβάνει την ευθύνη για την απότομη φυγή του. Η αλήθεια είναι ότι προσπάθησε να κάνει την θιγμένη αλλά δεν τα κατάφερε γιατί φρόντισε να της δώσει έναν πιο ουσιαστικό λόγο να θυμώσει μαζί του, το ότι κόντεψε να πάθει τενοντίτιδα γράφοντας βιαστικά την μακροσκελή αιτιολόγηση του τελευταίου του κατορθώματος:
«Από τη χούντα των συνταγματαρχών στη δημοκρατία των “αντιστασιακών” (όπως οι “βομβιστές” Τζουμάκας, Μπίστης, Σιμήτης και σία), δεν μειώθηκε η ένταση της εκμετάλευσης, δεν κόπασε η βαρβαρότητα της καταστολής. Αντίθετα, έγινε πιο διάχυτη, πιο “αποδοτική”…ΜΑΤ, ΥΜΕΤ, Συνοριοφύλακες, Ζητάδες, Ομάδα “Σ”, ΕΚΑΜ, Ασφάλεια Πολιτεύματος, Κρατική Ασφάλεια, Ομάδες Σύλληψης, Ειδικοί Φρουροί, Τ.Ε.Ε.Μ., Δημοτόμπατσοι… Αυτοί οι τελευταίοι, συγκεντρώνουν συχνά τα φώτα της δημοσιότητας για την κοινωνική προσφορά τους: Είτε ως κυνηγοί μεταναστών-μικροπωλητών-αφισοκολλητών, είτε ως έκτακτοι φοροεισπράκτορες κλήσεων για τους οδηγούς, ως ρουφιάνοι για τη γειτονιά, ή τσιράκια της “κανονικής” αστυνομίας, ενσαρκώνουν το σύγχρονο, δημοκρατικό, “φιλικό προς τον πολίτη” πρόσωπο της επιτήρησης και του ελέγχου. Για την συνεισφορά τους στον κρατικό κατασταλτικό μηχανισμό, τους ανταμοίψαμε στις 4:20 της 17ης Νοεμβρίου 2007 με 4 μηχανισμούς αποτελούμενους από γκαζάκια, βενζίνη και τα συναφή… Πιο συγκεκριμένα, για το τμήμα του Ευόσμου, οι εποχούμενες περιπολίες προβλέπεται να μειωθούν μετά τους εμπρησμούς δύο περιπολικών κι ενός ημι-βαν. Όσον αφορά τις ζημιές στην πρόσοψη των γραφείων τους, το νταβατζιλίκι στους καταστηματάρχες μάλλον θα τις καλύψει γρήγορα. Εδώ είμαστε όμως…Η ενέργεια αυτή είναι το δικό μας “λουλουδάκι” για τους εορτασμούς του Πολυτεχνείου. Την αφιερώνουμε στους αγωνιστές Μάριο Τσουραπά και Χρυσόστομο Κοντορεβυθάκη, που βρίσκονται προφυλακισμένοι από τις 6 Μαΐου για απόπειρα εμπρησμού οχήματος της Δημοτικής Αστυνομίας, στο Παλαιό Φάληρο.Τα χαιρετίσματά μας σε όλους τους εισαγγελείς, δικαστές, πρυτάνεις, δημοσιογράφους, και κάθε είδους μπάτσους που στο όνομα μιας δημοκρατικής τάξης και ασφάλειας εφαρμόζουν την προληπτική τρομοκρατία του κράτους, δείχνοντας το δρόμο της φυλακής σε όποιον τολμά να αντιστέκεται, όπως στην περίπτωση των διαδηλώσεων της ΔΕΘ, με την σύλληψη της αναρχικής Χριστίνας Τονίδου μέσα στο ΑΠΘ. Η αλληλεγγύη μας είναι δεδομένη.
ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΥΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Μικρή ομάδα από διαταραγμένα κυρίως άτομα, που εκτρέπονται ανενόχλητα σε έκνομες πράξεις, προκαλώντας καταστροφές σε δημόσιες και ιδιωτικές περιουσίες»
Έκτο μέρος:
Τον επόμενο καιρό θα βρίσκονται όλο και πιο συχνά μοιράζοντας τις μέρες του σε αλκοόλ, σεξ, εμπρησμούς και συζητήσεις μαζί της γύρω από τα τρία αυτά θέματα. Είχε καταφέρει με κάτι μικροκομπίνες να πάρει ένα επίδομα της Ε.Ε. και έτσι δεν χρειαζόταν να δουλεύει. Η μεγαλύτερη απορία που του είχε δημιουργηθεί τώρα ήταν αν το σεξ ή οι εμπρησμοί του έφερναν μεγαλύτερη ευτυχία. Η αλήθεια ήταν ότι μετά από κάθε επιτυχημένο εμπρησμό η σεξουαλική του διάθεση έπεφτε κατακόρυφα. Ο ήχος του κρότου που ακουγόταν στο βάθος των στενών δρόμων της πόλης μπορούσε άνετα να συγκριθεί, στην ένταση και το ηδονικό ρίγος που του προκαλούσε, με εκείνο το μαγικό δευτερόλεπτο της εκσπερμάτωσης. Εκείνη δεν θα χάσει φυσικά την ευκαιρία να κάνει μικροαστικά αστειάκια για το πόσο αντιερωτική είναι η επανάσταση παίρνοντας συνεχώς την χαριτωμένη απάντηση ότι άλλο πράμα είναι να κάνεις επανάσταση και άλλο να γυρίζεις τσόντα.
Οι συζητήσεις τους όλο αυτό το διάστημα θα τον βοηθούσαν στο να βάλει σε τάξη κάποιες σκέψεις του σχετικά με το θέμα του σαμποτάζ και τον ρόλο των αναρχικών στην κοινωνία. Αυτή είχε κάποιες ενδιαφέρουσες απόψεις σχετικά με το πόσο αποκομμένος είναι στην πραγματικότητα ένας εμπρηστής από την κοινωνία και πως αυτό που στην ουσία κάνει είναι το να ζητάει μια απελευθέρωση όχι για όλη την κοινωνία αλλά για έναν κύκλο ανθρώπων στον οποίο ανήκει, όπως περίπου κάνουν και οι γκέι! Πίστευε ότι ξεχωρίζει από την κοινωνία με το να γίνεται ειδικός της επανάστασης όπως ξεχωρίζει ο καλλιτέχνης με το να γίνεται ειδικός της τέχνης και ότι αυτό έχει ως αποτέλεσμα να γίνεται η επανάσταση για την κοινωνία μια ξεχωριστή σφαίρα όπως ακριβώς και η τέχνη. Του έλεγε επίσης πως σκοπός του εμπρηστή δεν πρέπει να είναι ο διαχωρισμός του απ τη κοινωνία αλλά η ένωση μαζί της. Ότι ακόμα πιο σημαντικό από την ένταση του σαμποτάζ είναι η διάδοση του.
Αλλά την ένωση με ποιά “κοινωνία” εννοούσε; Εκείνης που θεωρεί ήρωα έναν φορτηγατζή που χωρίς να έχει κανέναν λόγο συνέλαβε τον Γιώργο Βούτση-Βογιατζή μετά από ένοπλη ληστεία στην Εθνική τράπεζα του Γκύζη; Εκείνης που δέχεται στους κόλπους της αδιαμαρτύρητα τον μαγαζάτορα που αφαίρεσε τα κλειδιά από την μοτοσικλέτα διαφυγής που είχαν δυο αδέλφια που λήστεψαν το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο στην πλατεία Αττικής με αποτέλεσμα ο ένας να πέσει νεκρός πάνω στην μάχη που ακολούθησε; Το μόνο φάντασμα που τον 21ο αιώνα πλανιόταν πάνω από τον Δυτικό κόσμο έμοιαζε πως ήταν αυτό της ολοκληρωτικής κοινωνικής σύγχυσης. Με αυτήν την κοινωνία δεν επιθυμούσε καμιά ένωση. Σ αυτήν την κοινωνία προτιμούσε να είναι καλλιτέχνης, ποιητής για παράδειγμα, ποιητής όπως τα μέλη του Ιδρύματος “Ζυλ Μπονό” που έκαναν δυο αξιόλογες ποιητικές απόπειρες σε τετελεσμένους εμπρησμούς.
Στις 18 Οκτωβρίου του 2007
«Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΘΑ ΠΕΣΕΙ. ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΜΕ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ.
Αιώνια νιότη/νυχτερινή συντροφιά μου/το ξέρουμε πια κι οι δυο καλά/πως δυο εκρήξεις σαν τις χθεσινές/στην Εθνική Τράπεζα της πλ. Ύδρας/και στα γραφεία της Ν.Δ. στην Κρήνη/αξίζουν στ’ αλήθεια περισσότερο/από δυο φτυαριές διαμάντια.
Αφιερωμένο στον Γιώργο Βούτση Βογιατζή
Λευτεριά σ’ όλους τους φυλακισμένους
-Ίδρυμα “Ζυλ Μπονό”-»
Και στις 29 Ιανουαρίου 2008
«Οι νεκροί δυο βήματα πλάι μας ησυχάζουν μέσα σε μια έκρηξη/σαν τη χθεσινή στο ταχυδρομικό ταμιευτήριο στην Τσιμισκή/ματωμένοι μ’ ένα όπλο στο χέρι/όμως οι ζωντανοί έχουν κάτι τεράστια κεφάλια γεμάτα σκατά/και τα χέρια τους λιγδωμένα με λίπος να παίρνουν δάνεια/και να φεύγουν ένας ένας δίχως ήλιο, για τον μαύρο ουρανό.
Αφιερωμένο στον άγνωστο ληστή, που βρέθηκε νεκρός έξω από το ταχυδρομικό ταμιευτήριο της πλ. Αττικής στην Αθήνα, μετά από συμβόλαιο θανάτου που είχαν συνάψει μαγαζάτορες και μπάτσοι.
-Ίδρυμα “Ζυλ Μπονό”-»
Εκείνη όμως όταν έλεγε κοινωνία εννοούσε τους μαθητές που καταλαμβάνουν το σχολείο τους χωρίς “αιτήματα”, τους κατοίκους της επαρχίας που ξεσηκώνονται ενάντια στην κεντρική εξουσία και τους σχεδιασμούς της, τους επισφαλείς εργαζόμενους, τους παραβατικούς νεολαίους των μητροπόλεων, τους φυλακισμένους, τους άστεγους, τις πουτάνες, τους πειραματικούς καλλιτέχνες, τους φρενοβλαβείς, τους πούστηδες των πάρκων, τους μετανάστες, τους χούλιγκανς και όλους αυτούς που ενώ ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας, στην πραγματικότητα αποτελούν το μεγαλύτερο κομμάτι της. Όλους αυτούς δηλαδή που ο μέσος αναγνώστης της “Ελευθεροτυπίας” βλέπει με συμπάθεια αφού σε κάποιον απ αυτούς αναγνωρίζει τον εαυτό του είτε στο παρελθόν του, είτε στο παρόν του, είτε στο μέλλον του!
Γι αυτόν δεν είχε τόσο σημασία αφού θεωρούσε ότι ένας καταληψίας μαθητής μπορεί να είναι πρόεδρος του δεκαπενταμελούς, ένας τοπικός αγώνας που εναντιώνεται στην κεντρική εξουσία να είναι οργανωμένος βάση των τοπικών εξουσιαστικών δομών, ένας επισφαλής εργαζόμενος να είναι απεργοσπάστης, ένας φυλακισμένος να είναι νταβατζής, ένας παραβατικός νεολαίος να είναι τσαντάκιας (η άλλη όψη της κοινωνικής σύγχυσης), ένας άστεγος μπορεί να πηγαίνει σε μπουρδέλα, μια πουτάνα να κοροϊδεύει έναν πούστη, ένας πούστης να είναι αφεντικό, ένας χούλιγκαν φασίστας και ένας μετανάστης ρουφιάνος.
Ωστόσο για πρώτη φορά συνειδητοποίησε πως η αστική τάξη έχει εφαρμόσει με απόλυτη επιτυχία το “διαίρει και βασίλευε” και πως αυτά τα τεχνητά διαιρεμένα κομμάτια της κοινωνίας ενώ έπρεπε να βρουν την ένωση τους μέσα σε μια επαναστατική κοινότητα στην πραγματικότητα την έβρισκαν μέσα στην Ελευθεροτυπία. Ότι ενώ τα στοιχεία που τους περιθωριοποιούσαν στην αστική κοινωνία θα έπρεπε να τους ενώνουν σε μια ανατρεπτική βάση, στην πραγματικότητα τους χώριζαν στην προσπάθεια τους να βρουν μια θέση σε αυτήν.
Έβδομο μέρος:
Όσο ο καιρός περνούσε, τόσο συνειδητοποιούσε ότι αυτό το ειδύλλιο δεν μπορούσε να κρατήσει για πολύ ακόμα. Όσο ενδιαφέρον και να είχε η οπτική που Εκείνη που έβλεπε την ζωή δεν έπαυε να ανήκει σε έναν άλλο κόσμο. Σε έναν εχθρικό γι αυτόν κόσμο. Σε έναν κόσμο, που με το άλλοθι του προοδευτικού, προσπαθούσε να απομυζήσει όλη την ενέργεια, όλη την σκέψη και όλη την ουσία απ τον δικό του κόσμο προκειμένου να συντηρηθεί αυτή η τάξη πραγμάτων, για την ανατροπή της οποίας υποτίθεται ότι πολεμούσε . Όλα αυτά με αντάλλαγμα μια μικρή δίοδο επικοινωνίας με την υπόλοιπη κοινωνία.
Μια δίοδο όπως αυτή που μπορούσε να αξιοποιήσει όταν άκουσε στις ειδήσεις ότι δεκαεφτά μαθητές διώκονται επειδή έκαναν το σχολείο τους λαμπόγιαλο. Γεγονός που του θύμισε τους φυλακισμένους που βάζουν φωτιά στο κελί τους ή τους μετανάστες της Γαλλίας που καίνε τις γειτονιές τους. Φανταζόταν την ψυχολογία αυτών των μαθητών που κάνανε απλά το αυτονόητο, κατέστρεψαν ότι τους καταπίεζε, και αντί να εκληφθεί ως μια αυτονόητη πράξη αντιμετωπίστηκε ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Σύσσωμοι καθηγητές, γονείς και τίμιοι φορολογούμενοι ζητούσαν την τιμωρία τους.
Από δευτέρα δημοτικού κιόλας είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ότι δεν του αρέσει το σχολείο. Δευτέρα δημοτικού είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ότι εκείνο το σφίξιμο που ένοιωθε στο στομάχι είχε τελικά αιτία. Δεν μπορούσε όμως να κάνει αλλιώς αφού πέρα όλων των άλλων, το σχολείο ήταν σχεδόν το μόνο μέρος που μπορούσε να συναντήσει τους φίλους του. Δυο πεντάλεπτα, δυο δεκάλεπτα, και ένα δεκαπεντάλεπτο διαλείμματα ανάμεσα σε έξι διδακτικές ώρες εντελώς άσχετες με τα ενδιαφέροντα που είχε ήταν η μόνη λύση.
Ακόμα και τώρα που είχαν περάσει χρόνια από την περίοδο που ήταν μαθητής δεν μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος απ τις τσιρίδες των παιδιών που άκουγε όταν περνούσε από κάποιο δημοτικό σχολείο και χτυπούσε το κουδούνι για διάλειμμα. Είναι τέτοιο το πάθος τους όταν ξεχύνονται στην αυλή για να παίξουν που αν ήταν αυτά αντί για τους προλετάριους το επαναστατικό υποκείμενο δεν θα είχε μείνει ούτε ένας αστός με τα έντερα του στην θέση τους. Μάλλον αυτός θα είναι ο λόγος που όλα τα σχολεία μοιάζουν με φυλακές. Από την αρχιτεκτονική μέχρι την ιεραρχία.
Το ότι ένα παιδί ανταλλασει την μοναδική επιλογή κοινωνικότητας που μπορεί να έχει με έξι σαρανταπεντάλεπτης διάρκειας εξευτελισμούς επί πέντε μέρες την εβδομάδα επί εννιά μήνες τον χρόνο για δώδεκα χρόνια του φαίνονταν κάπως μελαγχολικό. Όταν ήταν μαθητής απλά του φαίνονταν μελαγχολικό. Τώρα όμως που ανακαλούσε στην μνήμη του τους εξευτελισμούς που είχε δεχτεί από δασκάλες και καθηγητές τουλάχιστον τον εξόργιζε.
Συνήθιζε να αναπολεί τις μέρες της εφηβείας του. Την πρώτη περίοδο της ζωής του που αποφάσισε να πάρει την ζωή του στα χέρια του. Επί τρεις μήνες τότε, αυτός και η παρέα του, είχαν πραγματικά αγαπήσει το σχολείο. Ήταν δικό τους. Εκεί έπιναν, εκεί κοιμόταν εκεί συγκρούονταν με τους εχθρούς της ζωής τους. Το σχολείο ήταν υπό κατάληψη και πραγματικά ο κύριος λόγος, όχι πως δεν είχε και αυτός την σημασία του, δεν ήταν ο νέος νόμος του Αρσένη. Ο κύριος λόγος ήταν ότι ήθελαν να μην τρώνε την ζωή τους μέσα σε τέσσερις τοίχους οφείλοντας να αποδίδουν ή έστω να παριστάνουν πως αποδίδουν, σεβασμό στον κάθε κομπλεξικό που έτυχε πριν κάποια χρόνια να τελειώσει κάποια σχολή. Δεν ντρεπόταν να το πουν στους ταραγμένους γονείς που περικύκλωναν κάθε μεσημέρι το σχολείο ζητώντας εξηγήσεις. “Δεν μας αρέσει το σχολείο και δεν θα απολογηθούμε γι’ αυτό! Τι δεν καταλαβαίνετε;”
Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έπρεπε να περάσει περίπου το ένα τρίτο της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας προσέχοντας έναν ηλίθιο που καθόταν σε μια έδρα και έλεγε πράματα εντελώς αδιάφορα και τα οποία γινόταν ακόμα πιο ασήμαντα με τον τρόπο που τα έλεγε. Δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβει γιατί εκείνες τις ώρες για να κατουρήσει, να μιλήσει ή να γελάσει έπρεπε να πάρει άδεια. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έπρεπε να είναι υπόλογος στον κάθε κομπλεξικό καθηγητή επειδή δεν ήθελε να αποστηθίσει το μάθημα του ή επειδή ήθελε να σκεφτεί πιο ευχάριστα και ενδιαφέροντα πράματα.
Πάντα ένιωθε πως αυτές ήταν εντελώς φυσικές απορίες αλλά πάντα θα βρισκόταν κάποιος, πολλές φορές και συνομήλικος του, που θα τον κοιτούσε με κάποια συμπάθεια ανακατεμένη με περιφρόνηση αποδίδοντας αυτές τις σκέψεις στο νεαρό της ηλικίας του.
Όλες αυτές οι σκέψεις τον έκαναν να θέλει να πει σε αυτούς τους νεαρούς βάνδαλους ότι υπάρχουν και κάποιοι που συμφωνούν μαζί τους και θα το έκανε με τον γνώριμο πλέον τρόπο. Ένα μπετόνι βενζίνη, τέσσερα γκαζάκια και άλλα τόσα κεράκια μπροστά από την είσοδο των γραφείων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μπορεί να μην ήταν αρκετά αλλά ήταν σίγουρα ένα κλείσιμο ματιού προς αυτούς τους ανυπότακτους νέους.
Στο τηλέφωνο αυτήν την φορά θα είναι αποφασισμένος να είναι τυπικός: “Αλληλεγγύη στους 17 καταληψίες του σχολείου στο Παγκράτι, μια αγκαλιά για όλους τους βανδαλιστές”. Ήταν σίγουρο πως εκείνη άρχισε να καταλαβαίνει ότι η περιπέτεια τους είχε αρχίσει να τελειώνει.
Όγδοος μέρος:
Το επόμενο πρωί θα βγει βιαστικά από το σπίτι του αλλά μια δυσάρεστη έκπληξη τον περιμένει. Τρεις ασφαλίτες στημένοι στην είσοδο της πολυκατοικίας του. Ήταν από αυτούς τους κλασσικούς ασφαλίτες με το μπουφάν μηχανής, τα γυαλιά ηλίου, το τσαντάκι στην μέση και τον χοντρό σβέρκο. Ήταν το είδος των ασφαλιτών που όλοι οι ύποπτοι αναγνωρίζουν από μακριά αλλά που περνούν απαρατήρητοι από ανυποψίαστους πολίτες. Ποτέ δεν πίστεψε ότι ήταν τυχαίο. Ήταν κάτι σαν στολή για να τους αναγνωρίζουν μόνο αυτοί που έπρεπε. Και αυτός ήταν ένας απ αυτούς που έπρεπε.
Πολλές φορές είχε φανταστεί την στιγμή της σύλληψης του. Την στιγμή που όλα, έστω για κάποιο διάστημα, τελειώνουν. Όχι έτσι όμως. Θα προτιμούσε να ήταν επ αυτοφώρω. Όχι πως δεν θα ήταν οδυνηρή μια σύλληψη πάνω στην πράξη αλλά τουλάχιστον θα ήταν μια ήττα πάνω στην μάχη.
Τα πόδια του κόπηκαν. Ενώ πάντα πίστευε ότι ήταν έτοιμος γι αυτό το ενδεχόμενο και ότι αυτό το ενδεχόμενο αποτελεί μέρος των επιλογών του, τώρα κατάλαβε πως ήταν διαφορετικά. Τώρα για πρώτη φορά κατάλαβε ότι δεν ήταν μέρος καμιάς επιλογής του. Δεν ήταν επιλογή του να ζει σ αυτόν τον άθλιο κόσμο. Δεν ήταν επιλογή του ούτε μέρος καμίας επιλογής του η ύπαρξη των φυλακών, η ύπαρξη της μισθωτής εργασίας, η ύπαρξη της αστυνομίας, η ύπαρξη των σχολείων, η ύπαρξη των μεταναστών. Επιλογή του ήταν μόνο το να ξεκαθαρίσει την θέση του απέναντι σ αυτόν τον κόσμο. Και αυτή ήταν η στιγμή που ένοιωσε αυτόν τον κόσμο, και όχι την συνέπεια από κάποια επιλογή του, σε όλο του το βάθος.
Ήταν η στιγμή της σύλληψης του. Από δω και πέρα το να πιει το αγαπημένο του κρασί, το να πάει για καφέ με όποιον φίλο του έχει διάθεση να δει, το αν και το με ποια θα γαμηθεί, το να πάει στην θάλασσα, το να πάει στο βουνό, το να δει την αγαπημένη του ταινία, το να φάει το αγαπημένο του φαγητό, το που και το με ποιόν θα μείνει, το πότε θα γυμναστεί, το πότε θα μιλήσει στο τηλέφωνο, το πότε θα αγκαλιάσει κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο, δεν εξαρτιόταν απ αυτόν.
Και όλ αυτά του φαινόταν λεπτομέρειες μπροστά στο επόμενο εφιαλτικό 24ωρο που τον περίμενε. Ένα 24ωρο στα χέρια τους. Στα χέρια ανθρώπων που στην αρχαία Αθήνα μόνο δούλοι αναγκάστηκαν να έχουν την ιδιότητα τους. Στα χέρια ανθρώπων που απ αυτές τις 24 ώρες περιμένουν την αυτοεπιβεβαίωση τους. Στα χέρια του εχθρού.
Δεν έχει το περιθώριο να ξεφύγει και θα τους αφήσει να τον δέσουν αδιαμαρτύρητα. Θα υπακούσει ψύχραιμα σε όλες τις εντολές τους μα θα προσπαθήσει να σκύψει μόνος του το κεφάλι του πριν μπει στο περιπολικό. Πάντα του φαινόταν ειρωνική αυτή η υποτιθέμενη εξυπηρέτηση των μπάτσων που βοηθούσαν τον συλληφθέντα ζουπώντας του λίγο πριν την πόρτα το κεφάλι.
Ο φάρος θ ανάψει και στο απέναντι πεζοδρόμιο θα φανεί αυτή. Ήταν πια σίγουρος. Τώρα πια το μόνο που περίμενε απ αυτήν ήταν να γράψει κάποιον κάλο λόγο γι αυτόν αν ποτέ κινδύνευε να πεθάνει από κάποια απεργία πείνας.
Ωστόσο τίποτα δεν είχε τελειώσει.
ΤΕΛΟΣ